Παράλληλη αναζήτηση
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- αρχοντιλίκι το [arxondilíki] Ο44α : (προφ.) αρχοντιά.
[άρχοντ(ας) -ιλίκι]
[Λεξικό Γεωργακά]
- αρχοντιλίκι [arxondilíci] το,
- ① position of authority or command, office (syn in αρχοντίκι):
- poem κι άλλοι πολλοί θαν τα 'καναν, μα δεν το καταφέρνουν, | δεν είναι καλοπίχερη δουλειά τ' ~(Athanas)
- ② nobility, distinction, breeding (syn in αρχοντιά 1):
- είδες και στα σπίτια μας ~και πάστρα και νοικοκυροσύνη; (Venezis)
[der of MG αρχοντία / αρχοντιά, w. suff -λίκι, or fr αρχοντίλα w. suff -ίκι]
- ① position of authority or command, office (syn in αρχοντίκι):