Παράλληλη αναζήτηση
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Κριαρά]
- αρχονταίνω.
-
- Γίνομαι πλούσιος:
- αρχόντυναν και ως με άλογα αλώνιζαν (Συναδ. φ. 49r).
[<ουσ. άρχοντας + κατάλ. ‑αίνω. H λ. και σήμ.]
- Γίνομαι πλούσιος:
[Λεξικό Γεωργακά]
- αρχονταίνω [arxondéno] aor αρχόντυνα (subj αρχοντύνω)
- become a person of substance, grow rich (syn αρχοντεύω 2, near-syn πλουτίζω):
- folkt με τη γλυκιά της τη γλώσσα αρχόντυνε και γίνηκε μεγάλη κοκόνα (Megas) |
- poem .. συλλογιούμουν | πώς η σκλαβιά να κάμει φτερούγες και ν' αρχοντύνει η φτώχεια (Kazantz Od 7.958)
[fr postmed αρχοντένω & αρχοντύνω, der of άρχοντας w. suff -ύνω]
- become a person of substance, grow rich (syn αρχοντεύω 2, near-syn πλουτίζω):