Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: αρχηγίσκος
1 εγγραφή
[Λεξικό Γεωργακά]
αρχηγίσκος [arçiyískos] ο, (L)
  • insignificant or incompetent leader:
    • η ηγεσία του κόμματος διόρισε αρχηγίσκο μικρογραφία του παλαιοκομματικού τύπου ηγεσίας

[fr kath (neol Koumanoudis) αρχηγίσκος, dimin of αρχηγός]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες