Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: αρχαϊκός
3 εγγραφές [1 - 3]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
αρχαϊκός -ή -ό [arxaikós] Ε1 : 1.που αναφέρεται στην αρχαία εποχή, στα προκλασικά χρόνια: Aρχαϊκή εποχή / τέχνη. Aρχαϊκό άγαλμα / ειδώλιο. Aρχαϊκό μειδίαμα, το τυπικό χαμόγελο που έχουν τα αρχαϊκά αγάλματα (κυρ. οι κούροι και οι κόρες). || (γεωλ.): ~ αιώνας, η αζωική περίοδος της γης. 2. που μοιάζει ή που μιμείται τους αρχαίους: Ο συγγραφέας χρησιμοποιεί αρχαϊκή γλώσσα.

[λόγ. < αρχ. ἀρχαϊκός `παλιάς νοοτροπίας΄ σημδ. αγγλ. archaic (στις νέες σημ.) < αρχ. ἀρχαϊκός]

[Λεξικό Γεωργακά]
αρχαϊκός1 [arxaikós] ο, (L)
  • Hellenic person of the preclassical period:
    • δεν έβαφαν τ' αγάλματά τους οι αρχαϊκοί για να μοιάζουν αληθινότερα, αλλ' από σκοπούς διακοσμητικούς (ChZalokostas)

[substantiv. m of αρχαϊκός2]

[Λεξικό Γεωργακά]
αρχαϊκός2, -ή, -ό [arxaikós] (L)
  • ① having the characteristics of an earlier era, archaic, old-fashioned, antique (near-syn αρχαιοπρεπής, παλαιικός):
    • αρχαϊκή γλώσσα, μεγαλοπρέπεια |
    • αρχαϊκές εκφράσεις, λέξεις |
    • αρχαΐκά ιδανικά, ονόματα, σπίτια |
    • τραγωδία αρχαϊκού τύπου |
    • οι μεγάλες βάρκες .. με την αρχαϊκή τους πλώρη ήταν μόνο περαστικές από ξένα θαλασσοχώρια (Drosinis) |
    • ο Bιστούλας αστόλιστος δίνει στην Kρακοβία .. ένα αρχαϊκό μεγαλείο (Melas) |
    • οι διάλεκτοι του Πόντου .. ανήκουν στα πιο αρχαϊκά νεοελληνικά ιδιώματα (Vacalop) |
    • πιο παλιά ο Aντώνιος Kοραής έγραφε αρχαϊκές ωδές (Dimaras)
  • ② archaic, preclassical (syn προκλασικός):
    • δεν έχουμε αρκετά στοιχεία για την αρχαϊκή περίοδο της κινέζικης ποίησης (Evelpidis) |
    • στο ρομανικό ρυθμό υπάρχει έκδηλη η δυνατότητα του γοτθικού ρυθμού, γι' αυτό και δεν μπορεί να καταταχθεί στην καθαρά αρχαϊκή τέχνη (Kanellop) |
    • οι ανατολικές τέχνες .. έσβησαν όλες ως αρχαϊκές· μόνη η ελληνική έφτασε σε κλασική μορφή (Karouzos)
  • ⓐ AG hist, arche. etc of or pertaining to a period before the fifth century BC or characteristic of the style prevalent in that period, archaic:
    • ~γλύπτης |
    • ~ κούρος, οικισμός, χιτώνας |
    • αρχαϊκή κολόνα, πλαστική, τέχνη, υδρία |
    • αρχαϊκό ανάγλυφο, έπος, λιοντάρι |
    • αρχαϊκό χαμόγελο archaic smile |
    • μικρά αγάλματα με αρχαϊκή ακαμψία στέκουν στους γείσους [του πύργου] (Papantoniou) |
    • οι αρχαϊκοί Έλληνες φιλόσοφοι επέρασαν και από τα δύο αυτά στάδια (Theodorakop) |
    • στα αρχαϊκά, φαίνεται, χρόνια οι Kερκυραίοι θέλησαν να οικειοποιηθούν τη δόξα πως ήταν απόγονοι των περίφημων Φαιάκων (Kakridis)
  • ③ not fully developed or advanced, archaic, primitive, early (near-syn πρώιμος, πρωτόγονος):
    • ~χριστιανισμός |
    • ~ κομμουνισμός |
    • αρχαϊκή ανθρωπότητα, θρησκεία |
    • προσπαθεί .. να πλησιάσει .. στις μυστηριώδεις και αρχαϊκές μορφές της παιδικής φαντασίας (Mourelos) |
    • αυτόν το χαρακτήρα φαίνεται πως είχε και ο ~ ελληνικός καραγκιόζης (Ioannou) |
    • στη φυλή μας .. δίνει νέα κι αρχαϊκή δύναμη η αρβανιτιά (ChZalokostas) |
    • τα αρχαϊκότατα ξύλινα ξόανα πλάστηκαν για καθαρά λατρευτικούς σκοπούς (Andronikos)
  • ④ geol of or relating to the earliest era of geologic time, archean, azoic (syn αζωικός, αρχαιοζωικός)

[fr kath αρχαϊκός ← K, AG ἀρχαϊκός]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες