Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: αρχαιόφιλος
2 εγγραφές [1 - 2]
[Λεξικό Γεωργακά]
αρχαιόφιλος1 [arçeόfilos] ο, (L)
  • person showing interest in or admiration for (classical) antiquity (syn αρχαιολάτρης1):
    • για αρκετά χρόνια .. ήταν οι αίθουσες αυτές μια όαση για τους αρχαιολόγους και τους αρχαιοφίλους (Karouzou)

[substantiv. m of αρχαιόφιλος2]

[Λεξικό Γεωργακά]
αρχαιόφιλος2, -η, -ο [arçeόfilos] (L)
  • ① admiring, devoted to, or interested in (classical) antiquity (syn αρχαιολάτρης2 1, near-syn αρχαιόζηλος):
    • πέτυχε γενναία χορηγία από τον τότε αρχαιόφιλο υπουργό των Oικονομικών |
    • ο ~γιατρός εξέδωσε στα γαλλικά ένα μεγάλο βιβλίο για τη Δωδώνη (Varelas)
  • ② characterized by or exhibiting a devotion to (classical) antiquity (syn in αρχαιολάτρης2 2):
    • ο ~Παρνασσισμός |
    • η αρχαιολατρική διάθεση δεν έχει εδώ το δοξαστικό χαραχτήρα των προηγούμενων αρχαιόφιλων ύμνων του ποιητή (Chourmouzios)

[fr kath (neol Koumanoudis) αρχαιόφιλος, cpd w. φίλος]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες