Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: αρχαιότροπος
2 εγγραφές [1 - 2]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
αρχαιότροπος -η -ο [arxeótropos] Ε5 : που είναι σύμφωνος με τους τρόπους των αρχαίων: Aρχαιότροπα ήθη / φορέματα / κοσμήματα. αρχαιότροπα ΕΠIΡΡ.

[λόγ. < αρχ. ἀρχαιότροπος]

[Λεξικό Γεωργακά]
αρχαιότροπος, -η, -ο [arçeόtropos] (L)
  • reminiscent of or imitating the ancients or their style, ancient in manner or form, old-fashioned, archaistic (syn in αρχαιοπρεπής):
    • ~λυρισμός, τεχνίτης |
    • αρχαιότροπη καθαρεύουσα |
    • αρχαιότροπη σύνταξη |
    • αρχαιότροπη τραγωδία |
    • αρχαιότροπη πνευματική καλλιέργεια |
    • αρχαιότροπο βυζαντινό κλίμα |
    • οι διάλεκτοι του Πόντου .. αποτελούν ολοκληρωμένα αρχαιότροπα γλωσσικά σύνολα (Vacalop) |
    • η κλασική μηχανική .. μπορεί να συγκριθεί με την αρχαιότροπη προεγελιανή Λογική (Papanoutsos) |
    • το τραγούδι του P. ήχησε αρχαιότροπο, μεγαλόπρεπο, γυμνό από στολίδια (TStefanidis)

[fr kath αρχαιότροπος ← K, AG ἀρχαιότροπος]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες