Παράλληλη αναζήτηση
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- αρτεργάτης ο [arterγátis] Ο10 θηλ. αρτεργάτρια [arterγátria] Ο27 : αυτός που εργάζεται σε αρτοποιείο: Εξαγγέλθηκε διήμερη απεργία των αρτεργατών.
[λόγ. αρτ(ο)- + εργάτης· λόγ. αρτεργά(της) -τρια]
[Λεξικό Γεωργακά]
- αρτεργάτης [arterγátis] ο, (L)
- bakery worker:
- σύλλογος αρτεργατών |
- έχουν απεργία οι αρτεργάτες
[fr kath (neol) αρτεργάτης, cpd w. εργάτης]
- bakery worker: