Παράλληλη αναζήτηση
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- αρματοδρόμος ο [armatoδrómos] Ο18 : αυτός που έπαιρνε μέρος σε αγώνες δρόμου με άρματα
21. [λόγ. < ελνστ. ἁρματοδρόμος]
[Λεξικό Γεωργακά]
- αρματοδρόμος [armato∂rόmos] ο, (L)
- driver in a chariot race, charioteer:
- ο αυτοκράτωρ πέρασε μπροστά στο πλήθος αθλητής ~ |
- ο παλαιστής και ο ~ |
- δεν είχα τον εαυτό μου γι' αραμπατζή, τον είχα για αρχαίο αρματοδρόμο (Prevelakis) |
- διάσημος ~ της ελληνικής αρχαιότητας υπήρξε ο Oινόμαος (Chatzinikou) |
- poem (το μαθημένο χέρι) .. και άλογο κι αρματοδρόμο και άρμα | στην πλατωσιά τα ξαναπάει του δρόμου, για τη νίκη (Palam)
[fr kath (neol) αρματοδρόμος, substantiv. m of MG (schol.) adj αρματοδρόμος 'running a chariot race']
- driver in a chariot race, charioteer: