Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: αρματηλάτης
2 εγγραφές [1 - 2]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
αρματηλάτης ο [armatilátis] Ο10 : αυτός που ήταν πάνω στο άρμα21 και το οδηγούσε.

[λόγ. < αρχ. ἁρματηλάτης]

[Λεξικό Γεωργακά]
αρματηλάτης [armatilátis] ο, (& αρματολάτης) (L)
  • charioteer:
    • οι αρματηλάτες του με τανυσμένα ηνία και κραυγές ύψωσαν τους αυχένες των αλόγων (PIoannidis) |
    • poem .. από κάτου απ' του ουρανού τ' ολανοιγμένο μάτι, | κοίτα κατάματα τον ήλιο τον αρματηλάτη (Palam) |
    • κάνε μπροστά μου ξάφνου να προβάλει |..|..| έναν αρματηλάτη πανωραίο (Myrtiotissa)

[fr kath αρματηλάτης (& αρματολάτης) ← AG ἁρματηλάτης]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες