Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: απόμαχος
3 εγγραφές [1 - 3]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
απόμαχος -η -ο [apómaxos] Ε5 : (για πρόσ.) που έχει αποσυρθεί από την ενεργό υπηρεσία ή που γενικά έχει πάψει πια να εργάζεται, ιδίως λόγω προχωρημένης ηλικίας: ~ πολιτικός / δημοσιογράφος / ηθοποιός. ~ υπάλληλος, συνταξιούχος. ~ στρατιωτικός, απόστρατος. || (ως ουσ.) ο απόμαχος: ~ της δουλειάς / της ζωής. Ο γερο-ναυτικός συχνάζει σ΄ ένα καφενείο, όπου μαζεύονται πολλοί απόμαχοι της θάλασσας.

[λόγ. < αρχ. ἀπόμαχος `ακατάλληλος για στρατιωτική υπηρεσία΄ σημδ. γαλλ. invalide]

[Λεξικό Γεωργακά]
απόμαχος1 [apómaxos] ο, (L)
  • person retired fr service (military, professional etc), veteran (syn απόστρατος, near-syn βετεράνος, παλαίμαχος):
    • ~ της ζωής, της θάλασσας, του θεάτρου |
    • ξεχωρίζει τους πολεμιστές από τους απομάχους |
    • ζει με τα 75 δολλάρια, που δίνει το κράτος στους απομάχους για να τελειώσουν τις σπουδές τους (Venezis) |
    • αυτά δεν είναι απομνημονεύματα κανενός απομάχου της πολιτικής (Athanasiadis-N)

[substantiv. m. of απόμαχος2]

[Λεξικό Γεωργακά]
απόμαχος2, -η, -ο [apómaxos] (L)
  • retired fr service (military, professional etc), veteran (syn απόστρατος, near-syn παλαίμαχος):
    • ~ ναύαρχος, στρατηγός |
    • ~ δάσκαλος, θαλασσινός, τεχνίτης, ψαράς |
    • οργάνωση απόμαχων πολεμιστών |
    • η Θεοφανώ πέθανε στο παλάτι του γιου της, ασήμαντη πια κι απόμαχη (Palam) |
    • είδα καραγκιοζοπαίχτη να τεντώνει το πανί του ανάμεσ' από δυο αποκαμωμένες, απόμαχες φελούκες (Panagiotop)

[fr kath απόμαχος ← MG (6th c.), PatrG ← K, AG]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες