Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Γεωργακά]
- απόδειπνος [apó∂ipnos] ο, s. αποδείπνι το 2
- :
- ενώ αρχίζει να νυχτώνει, οι μοναχοί λένε τον απόδειπνο κάτω από την κληματαριά (Theotokas) |
- από το στόμα του έβγαινε ένα μουρμούρισμα, σαν του καλόγερου που διαβάζει τον απόδειπνο (Lazaridis)
[m, der fr από δείπνου; cf Hesych. adj ἀπόδειπνος· ἄδειπνος]