Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: απόδειπνος
1 εγγραφή
[Λεξικό Γεωργακά]
απόδειπνος [apó∂ipnos] ο, s. αποδείπνι το 2
:
  • ενώ αρχίζει να νυχτώνει, οι μοναχοί λένε τον απόδειπνο κάτω από την κληματαριά (Theotokas) |
  • από το στόμα του έβγαινε ένα μουρμούρισμα, σαν του καλόγερου που διαβάζει τον απόδειπνο (Lazaridis)

[m, der fr από δείπνου; cf Hesych. adj ἀπόδειπνος· ἄδειπνος]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες