Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: αποψύχω
3 εγγραφές [1 - 3]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
αποψύχω [apopsíxo] -ομαι Ρ αόρ. απέψυξα και απόψυξα, απαρέμφ. αποψύξει, παθ. αόρ. αποψύχθηκα, απαρέμφ. αποψυχθεί, μππ. αποψυγμένος : ξεπαγώνω, κάνω απόψυξη: Όταν αποψύχονται τα κατεψυγμένα τρόφιμα, πρέπει να καταναλώνονται αμέσως.

[λόγ. απο- ψύχω μτφρδ. γαλλ. décongeler & αγγλ. defrost (διαφ. το αρχ. ἀποψύχω `λιποθυμώ΄, ελνστ. σημ.: `παγώνω΄)]

[Λεξικό Γεωργακά]
αποψύχω [apopsíxo] (L)
  • ① cool, freeze, refrigerate:
    • ~ νερό
  • ② defrost (syn αποπαγώνω, ξεπαγώνω):
    • ~ κρέας

[fr kath αποψύχω ← K, AG]

[Λεξικό Γεωργακά]
αποψυχωμένος,, -η, -ο [apopsixoménos]
  • deprived of courage and hope, disheartened, discouraged (syn αποθαρρημένος, αποκαρδιωμένος):
    • χαρακτήρισε τις ιταλικές υπηρεσίες ασφαλείας σαν αποδιοργανωμένες και αποψυχωμένες στη μάχη της τρομοκρατίας

[ppp of *αποψυχώνω, der of απόψυχος 'lifeless' (Longin. 42)]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες