Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: αποτρόπαιος
3 εγγραφές [1 - 3]
[Λεξικό Κριαρά]
αποτρόπαιος, επίθ.
  • Aποτροπιαστικός, σιχαμερός:
    • (Σφρ., Xρον. 15621).

[αρχ. επίθ. αποτρόπαιος. H λ. και σήμ.]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
αποτρόπαιος -η -ο [apotrópeos] Ε5 : 1.για κτ. που προκαλεί τη φρίκη και την αποστροφή: Aποτρόπαια εγκλήματα. Aποτρόπαιες πράξεις. Tο θέαμα των διαμελισμένων πτωμάτων ήταν αποτρόπαιο. 2. (ως ουσ.) το αποτρόπαιο, αντικείμενο (είδος φυλαχτού) με παραστάσεις που πιστεύεται ότι αποτρέπουν το κακό. αποτρόπαια ΕΠIΡΡ.

[λόγ.: 2: ουσιαστικοπ. ουδ. του αρχ. επιθ. ἀποτρόπαιος `που διώχνει το κακό΄· 1: σημδ. γαλλ. abominable]

[Λεξικό Γεωργακά]
αποτρόπαιος, -η (& -α), -ο [apotrópeos] (L)
  • ① designed or believed to avert evil, apotropaic (syn αποτρεπτικός 2):
    • ο τρίποδας ήταν φυλακτικός, καθαρτικός και ~, απελαστικός των μιασμάτων, απομάκρυνε δηλαδή το μίασμα (Dakaris)
  • ② abominable, execrable, detestable, hideous, horrible (syn απαίσιος 4c, απεχθής L, L αποκρουστικός, αποτροπιαστικός 2):
    • ~ βανδαλισμός, δολοφόνος, κίνδυνος, μηχανισμός, πόλεμος |
    • αποτρόπαιη εικόνα, μορφή, πράξη |
    • αποτρόπαιη εποχή, ιδέα, κατάρα, μοίρα |
    • αποτρόπαιο έγκλημα, θέαμα, όνειρο, στόμα, τέρας, φως |
    • αποτρόπαια γεγονότα, μέτρα, ξεφωνητά |
    • αξιοποιούν θετικά την αποτρόπαια ιστορία των δικτατόρων |
    • αποτρόπαιες γερόντισσες κυκλοφορούν με τα στήθη ξεσκέπαστα (Theotokas) |
    • μου διηγήθηκε την αποτρόπαιη σκηνή του βιασμού (Karagatsis) |
    • απόμεινε ένα αποκρουστικό και αποτρόπαιο σύμπλεγμα από περιττώματα (Petsalis) |
    • το να κακολογείς τους θεούς είναι μια αποτρόπαια σοφία (Vrettakos) |
    • poem τι αποτρόπαια τιμωρία και βδελυρή | για μερικούς φτωχούς η μακροβιότης (Malakasis)

[fr kath αποτρόπαιος ← MG, PatrG ← K (also pap), AG]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες