Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: αποτριβή
1 εγγραφή
[Λεξικό Γεωργακά]
αποτριβή [apotriví] η, (L) dent.
  • process of wearing down or condition of being worn down, abrasion, attrition

[fr kath αποτριβή ← K (also pap), AG]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες