Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Γεωργακά]
- αποτελείωση [apotelíosi] η, (L)
- completion, fulfilment (syn αποτέλειωμα 2, near-syn ολοκλήρωση):
- θα φτάσει ο λόγος έως την ~, το πλήρωμα της λογικής του δράσης (Papanoutsos) |
- η μιμική είναι μέθοδος για την ολοκλήρωση (τη διευκρίνηση και την ~) των ατομικών βιωμάτων (id.)
[fr kath αποτελείωσις ← LK]
- completion, fulfilment (syn αποτέλειωμα 2, near-syn ολοκλήρωση):