Παράλληλη αναζήτηση
3 εγγραφές [1 - 3] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- αποσυνθέτω [aposinθéto] -ομαι, αποσυντίθεμαι [aposindíθeme] Ρ (βλ. συνθέτω) μππ. και αποσυντεθειμένος* : 1α.προκαλώ την αλλοίωση κάποιας οργανικής ουσίας, που οδηγεί στη σήψη: Tα ψάρια / τα κρέατα έχουν αποσυντεθεί. || (χημ.) διασπώ ένα σύνθετο σώμα στα συστατικά του: Οι ηλεκτρολύτες μπορούν να αποσυντεθούν με τη βοήθεια του ηλεκτρικού ρεύματος. β. διαλύω μια σύνθετη κατασκευή: ~ μια μηχανή. 2. (μτφ.) διαλύω κτ. συγκροτημένο, καταστρέφω τη συνοχή και την ενότητά του.
[λόγ. απο- συνθέτω, συντίθεμαι μτφρδ. γαλλ. décomposer, se décomposer]
[Λεξικό Γεωργακά]
- αποσυνθέτω [aposinθéto] ipf αποσύνθετα (& αποσυνέθετα), aor αποσύνθεσα (& αποσυνέθεσα; subj αποσυνθέσω), pf & plupf έχω-είχα αποσυνθέσει (L)
- ① cause to break down, disintegrate, dissolve (syn διαλύω, ant συνθέτω):
- η εξπρεσιονιστική ζωγραφική αποσύνθεσε τις μορφές (Athanasiadis-N) |
- τίποτα δεν αναδίνει τη θλίψη εκείνη απ' τα γέρικα πράματα, που τα αποσυνθέτει ο καιρός (Ouranis) |
- το φως αποσυνθέτει και αφανίζει τα αγάλματα και τις λίμνες (Panagiotop, adapted) |
- όσο στεκόμαστε με ιστορική απάθεια απέναντι στην αρχαιότητα, τόσο θα αποσυνθέτομε το κάλλος της (Theodorakop)
- ⓐ cause to decompose, decay, spoil or rot (syn σαπίζω, near-syn χαλώ):
- τα μικρόβια αυτά αποσυνθέτουν το γάλα (Saratsis) |
- o φυσικός θάνατος αποσύνθετε βαθμιαία το σώμα (Vacalop) |
- από την πολλή φωτιά χειροτέρεψαν οι κρυοπαγίτες· η ζέστη τούς αποσύνθεσε τα πόδια (ChZalokostas)
- ② fig break sth down to its component parts, analyze (syn αναλύω 2b):
- οι ανακαλύψεις της φυσικής αποσυνέθεσαν τον κόσμο (Georgoulis) |
- (ο συγγραφέας) αποσυνθέτει τα φαινόμενα της ζωής (Athanasiadis-N) |
- με πόση λεξιθηρική στεγνότητα συνηθίζουμε να αποσυνθέτουμε τα έργα μεγάλων προγόνων (Karouzou)
- ⓑ cause to break up or disintegrate, dissolve, disorganize (syn αποδιαρθρώνω, αποδιοργανώνω, διαλύω):
- ~ την οικονομία, τον πολιτισμό |
- η τυραννία αποσυνέθεσε την εθνική μας άμυνα |
- οι επιδρομείς είχαν ληστέψει και αποσυνθέσει τη χώρα (Angelop, adapted) |
- αυτήν τη διαλεκτική σύνθεση του πνεύματος και των εκφρασμάτων του αποσυνθέτει ο μαρξισμός (Theodorakop) |
- οι επάλληλες κρίσεις του πολιτισμού μας αποσυνθέτουν τον μικροαστό (Panagiotop)
[fr kath (neol Koumanoudis) αποσυντίθημι (& αποσυνθέτω) cpd w. AG (+) συντίθημι; cf Fr décomposer]
- ① cause to break down, disintegrate, dissolve (syn διαλύω, ant συνθέτω):
[Λεξικό Γεωργακά]
- αποσυνθέτων, -ουσα, -ον [aposinθéton] (L)
- causing disintegration or dissolution (syn αποσυνθετικός, ant συνθέτων):
- αποσυνθέτουσα και συνθέτουσα πλευρά αυτής της διαλεκτικής συνοδεύουν η μια την άλλη (Theodorakop)
[fr kath αποσυνθέτων, prp of αποσυνθέτω]
- causing disintegration or dissolution (syn αποσυνθετικός, ant συνθέτων):