Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: απονομή
2 εγγραφές [1 - 2]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
απονομή η [aponomí] Ο29 : 1.η προσφορά σε κπ. τιμητικής διάκρισης, υλικής ή ηθικής παροχής ή η χορήγηση τίτλου: ~ βραβείου / διπλώματος / χρηματικού έπαθλου / μεταλλίου / παράσημου. Στο τέλος του αγώνα έγινε η τελετή της απονομής του κυπέλλου στη νικήτρια ομάδα. || η σχετική τελετή: Ο συγγραφέας δεν μπόρεσε να παραστεί στην ~ του βραβείου. 2. η παροχή σύμφωνα με τους κανόνες του δικαίου: ~ δικαιοσύνης. ~ χάριτος.

[λόγ. < ελνστ. ἀπονομή `απόδοση μεριδίου΄ σημδ. γαλλ. distribution]

[Λεξικό Γεωργακά]
απονομή [aponomí] η, (L)
  • ① conferment, bestowal, granting:
    • ~ βραβείου, διακρίσεων, διπλώματος, παρασήμου |
    • ~ χάρης pardon |
    • ~ |
    • τα γυμνάσια τους διάλεγαν με την ~ του απολυτηρίου (Papanoutsos)
  • ② giving, paying, allotment (syn παροχή):
    • οι απαλλαγές από τη φορολογία καθώς κ' η ~ συντάξεων δεν μπορούν να αποτελέσουν αντικείμενο νομοθετικής εξουσιοδότησης (Christidis EΣ)

[fr kath απονομή ← LK]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες