Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- απονήωση η [aponíosi] Ο33 : (αεροναυτ.) η ανύψωση αεροσκάφους από το κατάστρωμα αεροπλανοφόρου πλοίου. ANT προσνήωση.
[λόγ. απο- νη- (δες ναυς) -ωσις > ωση κατά το απογείωσις]