Παράλληλη αναζήτηση
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- απομαραίνω [apomaréno] -ομαι Ρ7.1 : μαραίνω εντελώς: Aπομαράθηκαν τα λουλούδια.
[απο- μαραίνω]
[Λεξικό Γεωργακά]
- απομαραίνω [apomaréno] aor απομάρανα (subj απομαράνω), mi απομαραίνομαι, aor απομαράθηκα (subj απομαραθώ)
- ① cause to wither totally:
- η ζέστη απομάρανε τα λουλούδια
- ⓐ fig cause to lose all power or vitality, to blight:
- έπεσε κ' η θεοφύλαχτη Πόλη και τούτο απομάρανε τις καρδιές των σκλάβων (Panagiotop) |
- τα κοινωνικά αυτά ρεύματα απομάραναν τη μυθικότητα μέσα στην ψυχή των ανθρώπων (Theodorakop)
- ② mi απομαραίνομαι wither or fade totally, dry up:
- poem .. άδικα θέλ' απομαραθούν | οι κρίνοι, τα τριαντάφυλλα, στην όψη που σ' ανθούν (Vilaras) |
- τα θεία τα σπέρματα που φύτεψες ..|.. απομαράθηκαν κι άλλο βλαστό δε ρίχνουν (Kazantz Od 5.1062)
- ⓑ fig lose all power or vitality, wither:
- η ρητορική τους τέχνη απομαραίνεται (Theodorakop, transl of Plato)
[fr MG (6th c.) απομαραίνω ← K, AG]
- ① cause to wither totally: