Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: αντιποιώ
1 εγγραφή
[Λεξικό Κριαρά]
αντιποιώ.
  • (Mε γεν.) κάνω κακό, βλάπτω κάπ.:
    • (Eλλην. νόμ. 51517).

[αρχ. αντιποιέω]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες