Παράλληλη αναζήτηση
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- ανομοιόμορφος -η -ο [anomiómorfos] Ε5 : ANT ομοιόμορφος. α. που διαφέρει στη μορφή από άλλους ή άλλα του ίδιου είδους: Aνομοιόμορφες ενδυμασίες. β. που αποτελείται από ανομοιόμορφα μέρη, στοιχεία: Aνομοιόμορφη επίπλωση. γ. που δεν έχει πάντοτε την ίδια μορφή, που δε γίνεται με τον ίδιο πάντα τρόπο: Aνομοιόμορφη κατανομή του εθνικού εισοδήματος, ανισοκατανομή. Aνομοιόμορφη κίνηση.
ανομοιόμορφα ΕΠIΡΡ. [λόγ. αν- (δες α- 1) ομοιόμορφος]
[Λεξικό Γεωργακά]
- ανομοιόμορφος, -η, -ο [anomiómorfos] (L)
- not uniform, dissimilar, different (ant ομοιόμορφος):
- ανομοιόμορφες ενδυμασίες, στολές |
- ανομοιόμορφη επίπλωση, οικοδομή |
- ανομοιόμορφη κίνηση, ~ρυθμός |
- η ατμόσφαιρα λέγεται ασταθής, όταν λόγω ανομοιόμορφης θέρμανσης οι κατώτερες μάζες έχουν τάση να ανέλθουν, οι δε ανώτερες να πάρουν τη θέση των κατωτέρων (Pikros, adapted) |
- ο προφορικός λόγος είναι ένα ανομοιόμορφο κράμα από ετερόκλητα γλωσσικά στοιχεία και διαφορίζεται ανάλογα με το άτομο, την παιδεία του και τις επαγγελματικές του ασχολίες (APapageorgiou)
[fr kath (neol Koumanoudis) ανομοιόμορφος, cpd of ανόμοιος & μορφή]
- not uniform, dissimilar, different (ant ομοιόμορφος):