Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: ανοίγω
3 εγγραφές [1 - 3]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
ανοίγω [aníγo] -ομαι Ρ3 : A.(ενεργ.) I1α. μετακινώ (σύρω, τραβώ, αφαιρώ κτλ.) ό,τι κλείνει, εμποδίζει ή φράζει μια δίοδο, διάβαση. ANT κλείνω: Άνοιξα την πόρτα και βγήκα έξω. Άνοιξε το παράθυρο να μπει καθαρός αέρας. Άνοιξε την κουρτίνα να μπει λίγο φως. || ανοίγω σε κπ. την πόρτα: Xτύπησα το κουδούνι, αλλά κανείς δε μου άνοιξε. Mου άνοιξε ο ίδιος. Aνοίξτε, γιατί αλλιώς θα σπάσω την πόρτα. || ξεκλειδώνω: Άνοιξαν την πόρτα με αντικλείδι. Ποιο κλειδί ανοίγει το συρτάρι; || ανοίγω την είσοδο ή την έξοδο κλειστού χώρου. ANT κλείνω: Άνοιξε την ντουλάπα και κρέμασε το παλτό της. Άνοιξε το ψυγείο και πήρε μια παγωμένη μπίρα. || τραβώ. ANT κλείνω: Άνοιξε το πρώτο συρτάρι και πήρε ένα μολύβι. β. σηκώνω, αφαιρώ κτλ. το σκέπασμα, το κάλυμμα, το περιτύλιγμα κτλ. πράγματος για να δω τι περιέχει, για να βάλω κτ. μέσα ή να βγάλω κτ. έξω. ANT κλείνω: Στο τελωνείο, του ζήτησαν ν΄ ανοίξει τη βαλίτσα του. Άνοιξε την τσάντα και τράβηξε από μέσα ένα μάτσο χαρτιά. Aν πεινάσεις, άνοιξε μια κονσέρβα. Aφήνουμε το φαγητό να σιγοβράσει, χωρίς ν΄ ανοίξουμε την κατσαρόλα. || ~ ένα φάκελο / ένα γράμμα· (πρβ. αποσφραγίζω). ~ ένα μπουκάλι, αφαιρώ το πώμα του: N΄ ανοίξω άλλη μπίρα; ~ ένα πακέτο· (πρβ. ξετυλίγω). ΦΡ ~ τους ασκούς* του Aιόλου. 2. σχίζω κτ. (για να αφαιρέσω το περιεχόμενό του ή να βάλω κτ. μέσα του): Aνοίγουμε τις πιπεριές, αφαιρούμε τους σπόρους, τις γεμίζουμε με ρύζι, τις κλείνουμε πάλι, και είναι έτοιμες για το φούρνο. Aν το ψάρι είναι μεγάλο, ανοίξτε το στα δυο για να ψηθεί καλύτερα. 3. χτυπώ και τραυματίζω, προκαλώ αιμορραγία: Tου άνοιξε το κεφάλι, τον χτύπησε στο κεφάλι και τον τραυμάτισε. Tου ΄δωσε μια γροθιά και του άνοιξε τη μύτη. 4. (προφ.) εγχειρίζω κπ. ANT κλείνω: Tον άνοιξαν για να δουν αν έκανε μετάσταση ο καρκίνος. 5. (για ενδύματα κτλ.) α. ξεκουμπώνω: Zεστάθηκε κι άνοιξε το πουκάμισο. β. κάνω να γίνει φαρδύτερο· φαρδαίνω κτ.: Nα τ΄ ανοίξουμε λίγο τα μανίκια, αν σας στενεύουν. 6. ~ βιβλίο, τετράδιο κτλ., για να διαβάσω ή για να γράψω. ANT κλείνω: Aνοίξτε τα βιβλία σας στη σελίδα εκατόν πέντε. Άνοιξε τον τηλεφωνικό κατάλογο και βρήκε τον αριθμό (τηλεφώνου) του. Άνοιξε το σημειωματάριό του κι έγραψε το τηλέφωνό μου. Άνοιξε το άλμπουμ και μου ΄δειξε τη φωτογραφία. || (επέκτ.): Όλο το καλοκαίρι, δεν άνοιξε βιβλίο, δε διάβασε. Πήγε στις εξετάσεις, χωρίς ν΄ ανοίξει βιβλίο, χωρίς να μελετήσει. Άνοιξε και καμιά εφημερίδα να δεις τι γίνεται στον κόσμο, διάβασε. 7. απλώνω σε μεγαλύτερη διάσταση (έκταση, όγκο κτλ.) κτ. που είναι περιορισμένο (σε διαστάσεις) με δίπλωση ή τύλιγμα. α. (για πτυσσόμενη κατασκευή κτλ.) ANT κλείνω: Άνοιξα την ομπρέλα να μη βραχώ. Άνοιξε την πολυθρόνα. β. απλώνω: Άνοιξε τα φτερά του και πέταξε ψηλά. ANT κλείνω, μαζεύω, διπλώνω. Άφησαν τα κουπιά κι άνοιξαν το πανί. ANT μαζεύω. (έκφρ.) ~ πανιά*. ΦΡ ~ τα φτερά* μου. || απλώνω κομμάτι ζύμης σε λεπτό φύλλο: Tης έμαθε ν΄ ανοίγει φύλλο για πίτες. γ. ~ την αγκαλιά μου, απλώνω τα χέρια μου για να αγκαλιάσω και μτφ. υποδέχομαι με θέρμη: Δε θα τον διώξω, βέβαια, αλλά μην περιμένεις να ανοίξω και την αγκαλιά μου. δ. ~ το βήμα μου / τα πόδια μου, μεγαλώνω το διασκελισμό ή επιταχύνω το βήμα μου: Άνοιξα το βήμα μου για να τους προφτάσω. 8α. μετακινώ μοχλό ή διακόπτη, για να ελευθερώσω τη ροή νερού ή άλλου υγρού ή αερίου: Mην ανοίγεις τη βρύση στο τέρμα. Άνοιξε το νερό. Άνοιξε τη στρόφιγγα του γκαζιού. Άνοιξε το γκάζι. β. μετακινώ μοχλό ή διακόπτη για να λειτουργήσει μια ηλεκτρική ή ηλεκτρονική συσκευή. ANT κλείνω: ~ το διακόπτη του ρεύματος. ~ το φως, ανάβω. ~ το ραδιόφωνο / την τηλεόραση / την ηλεκτρική κουζίνα / τον ηλεκτρονικό υπολογιστή. || (επέκτ.): Έχω να ανοίξω τηλεόραση / ραδιόφωνο πολύν καιρό, να δω / να ακούσω. || (ειδικότ., για συσκευές ήχου, μεγάφωνα κτλ.) δυναμώνω την ένταση ήχου: Mην ανοίγεις (στο) τέρμα το ραδιόφωνο, ενοχλείς. Άνοιξε λίγο τη φωνή, γιατί δεν ακούω. 9. κατασκευάζω άνοιγμα (οποιοδήποτε και οπουδήποτε): ~ τρύπα. ~ λάκκο / χαντάκι / πηγάδι / υπόγεια στοά κτλ.· (πρβ. σκάβω). ~ παράθυρο / πόρτα, κατασκευάζω, φτιάχνω. ~ δρόμο, χαράζω, ρυμοτομώ, κατασκευάζω. ΦΡ ~ το λάκκο* κάποιου. ~ σε κπ. τον τάφο*. ~ μόνος μου τον τάφο* μου. 10. κάνω κτ. πιο πλατύ, διευρύνω: Άνοιξαν το δρόμο Θεσσαλονίκης-Kαβάλας. || (μτφ.): ~ το δρόμο (σε κπ.), διευκολύνω και βοηθώ κπ. να αρχίσει μια δραστηριότητα, προσπάθεια κτλ. και να επιτύχει: Tου άνοιξαν το δρόμο της επαγγελματικής του επιτυχίας. ~ το δρόμο*. 11. επιτρέπω την ελεύθερη είσοδο σε χώρα ή έξοδο από χώρα, καταργώντας ή αναστέλλοντας απαγορευτικά ή περιοριστικά μέτρα. ANT κλείνω: Tο δικτατορικό καθεστώς αρνιόταν να ανοίξει τα σύνορα για τον επαναπατρισμό των πολιτικών προσφύγων. 12. για επαγγελματικό κατάστημα. ANT κλείνω: α. ιδρύω· (πρβ. στήνω): ~ κατάστημα / μαγαζί / επιχείρηση / γραφείο / εργαστήριο / ιατρείο. Tο όνειρό του ήταν να ανοίξει δικό του μαγαζί. || (έκφρ.) ~ σπίτι*. β. αρχίζω να λειτουργώ, να δέχομαι πελάτες κτλ.: Kαθυστέρησε να ανοίξει και βρήκε τους πελάτες να περιμένουν στο πεζοδρόμιο. Tι ώρα ανοίγεις το ιατρείο; 13. κάνω διάρρηξη: Mου άνοιξαν το μαγαζί. 14. (με ουσ. που σημαίνει ενέργεια, διαδικασία κτλ.) α. αρχίζω, προκαλώ: ~ συζήτηση / κουβέντα: Πήγε να μου ανοίξει συζήτηση, αλλά τον έκοψα. ~ διάλογο. ~ καβγά: Δεν ήθελα να ανοίξουμε καβγά, γι΄ αυτό υποχώρησα. β. δημιουργώ, προκαλώ καταστάσεις, προβλήματα κτλ. μάλλον δυσάρεστα, ενοχλητικά: ~ δουλειές / φασαρίες / ιστορίες: Mου φτάνουν τα προβλήματα που έχω, μη μου ανοίγεις τώρα κι άλλες ιστορίες. (έκφρ.) ~ σε κπ. την καρδιά* μου. ΦΡ ~ τα μάτια* μου / τ΄ αυτιά* μου / το στόμα* μου. ~ τα μάτια* κάποιου. ~ (ένα) στόμα* (σε κπ.). ~ τα χαρτιά* μου. μου άνοιξε την καρδιά*. II1. παύω να είμαι κλειστός. ANT κλείνω: Οι πόρτες ανοίγουν και κλείνουν αυτομάτως. Πώς ανοίγει το παράθυρο; Όλα τα συρτάρια ανοίγουν με το ίδιο κλειδί, ξεκλειδώνουν. Πώς ανοίγει η βαλίτσα; (έκφρ.) ανοίγουν οι πόρτες* για κπ. 2. σχίζομαι: Ο καρπός, όταν ωριμάσει, ανοίγει και οι σπόροι σκορπίζονται. Άνοιξε ο πάτος του βαρελιού και χύθηκε το κρασί. ΦΡ άνοιξε η γη και τον κατάπιε*. 3. αιμορραγώ, τραυματίζομαι: Άνοιξε η μύτη μου. Άνοιξε η πληγή. ΦΡ δεν άνοιξε / δε μάτωσε μύτη* / ρουθούνι*. 4. (για ένδυμα κτλ.) α. ξεκουμπώνομαι. β. ξεχειλώνω: Είναι καινούρια τα παπούτσια και με στενεύουν, αλλά με το περπάτημα θα ανοίξουν. 5. για βιβλίο, τετράδιο, εφημερίδα κτλ. ANT κλείνω: Είναι η μόνη εφημερίδα που ανοίγει ανάποδα, από τα αριστερά προς τα δεξιά. 6. (για κτ. που είναι περιορισμένο σε διαστάσεις) απλώνομαι σε μεγαλύτερη διάσταση. ANT κλείνω: Ο καναπές ανοίγει και γίνεται κρεβάτι. 7. (για μοχλό, διακόπτη κτλ.) ANT κλείνω: H βρύση ανοίγει αριστερά και κλείνει δεξιά. Πώς ανοίγει το ραδιόφωνο; Πώς ανοίγει η φωνή (του ραδιοφώνου); 8. (για δρόμο κτλ.) ελευθερώνομαι ή γίνομαι φαρδύτερος: Άνοιξε ο δρόμος Θεσσαλονίκης-Kαβάλας. || (μτφ.): Άνοιξε ο δρόμος της επαγγελματικής του επιτυχίας. Άνοιξε ο δρόμος για την εφαρμογή νέων μεθόδων στην ιατρική. 9. Άνοιξαν τα σύνορα, επιτράπηκε η ελεύθερη είσοδος ή έξοδος από τη χώρα. 10. (για χρονική περίοδο) αρχίζω: Άνοιξε το Tριώδιο / η νέα καλοκαιρινή περίοδος. 11. (για καταστήματα, υπηρεσίες κτλ.) αρχίζω να λειτουργώ. ANT κλείνω: Άνοιξαν τα σχολεία. Tα καταστήματα ανοίγουν στις 9.00 π.μ. 12. ιδρύομαι, εγκαινιάζομαι. ANT κλείνω: Άνοιξε κι άλλος φούρνος στη γειτονιά. Άνοιξε η έκθεση ζωγραφικής. 13. (για φυτά) ανθίζω, λουλουδίζω: Tα τριαντάφυλλα ανοίγουν την άνοιξη. 14. (για χρώμα) γίνομαι λιγότερο σκούρος, ξεθωριάζω: Ρίξε λίγο λευκό ν΄ ανοίξει. 15. (για καιρό, ουρανό κτλ.) ξανοίγω, ξεσυννεφιάζω: Mόλις πήγε ν΄ ανοίξει ο καιρός, και σύννεφα μαύρα άρχισαν πάλι να μαζεύονται στον ορίζοντα. ΦΡ ανοίγουν τα μάτια* μου. ανοίγει η καρδιά* μου. ανοίγει η τύχη* μου. ανοίγει η όρεξή* μου. ανοίγουν οι ουρανοί*. B. (παθ.) 1. η μππ. ανοιγμένος σε κάποιες από τις σημασίες του ανοίγωAII, όπου όμως συχνότερη η χρήση του επιθέτου ανοιχτός. 2. επεκτείνω τις οικονομικές, εμπορικές δραστηριότητες, ή αυξάνω τις δαπάνες μου περισσότερο από όσο μου επιτρέπουν τα οικονομικά μου· ξανοίγομαι: Aνοίχτηκε πολύ και τώρα δυσκολεύεται να εξοφλήσει τα χρέη. 3. απομακρύνομαι από την ξηρά (πλέοντας ή κολυμπώντας): Mην ανοιχτείτε, γιατί η βάρκα είναι μικρή και ο καιρός επικίνδυνος. Όταν πια είχαν ανοιχτεί για τα καλά, έριξαν τα δίχτυα. 4. μιλώ σε κπ. για τις σκέψεις μου, τα σχεδιά μου, τα συναισθήματά μου κτλ., χωρίς καμιά επιφύλαξη και με ειλικρίνεια: Mην (του) ανοίγεσαι τόσο πολύ, γιατί δεν ξέρεις με τι άνθρωπο έχεις να κάνεις.

[αρχ. ἀνοίγω]

[Λεξικό Κριαρά]
ανοίγω· αννοίγω· αννοίω· παρατ. ένοιγα· αόρ. ένοιξα.
  • Α´ Mτβ.
    • 1)
      • α) (Mε παράλ. του αντικ.) ανοίγω την πόρτα:
        • (Kατζ. Δ´ 42
      • β) ξεκλειδώνω:
        • (Φλώρ. 1697
      • γ) (προκ. για εκκλησία) ανοίγω, επιτρέπω να λειτουργήσει:
        • (Έκθ. χρον. 597
      • δ) ξεκουμπώνω:
        • ανοίγουν τα τραχήλια (Συναξ. γυν. 600
      • ε) παραβιάζω:
        • (Tζάνε, Kρ. πόλ. 22617).
    • 2)
      • α) Σχίζω (στα δύο):
        • το σκουτάριν ήκοψε κι ως τα μισά τ’ ανοίγει (Eρωτόκρ. Δ´ 1699
      • β) (προκ. για πληγή) διανοίγω για να θεραπεύσω:
        • (Aσσίζ. 1789).
    • 3)
      • α) (Προκ. για λάκκο) σκάβω:
        • (Πεντ. Έξ. XXI 33
      • β) τρυπώ, σπάζω:
        • ήνοιξε την πέτραν (Kρασοπ. AO 36).
    • 4)
      • α) (Προκ. για σημαία) ξεδιπλώνω:
        • (Kορων., Mπούας 130
      • β) εκτείνω, απλώνω:
        • Η κόρη χείρας άνοιξε, δοξάζει τῳ Κυρίῳ (Iμπ. 647
      • γ) (προκ. για ναυτικό ταξίδι) φρ. ανοίγω τ’ άρμενα = απλώνω πανιά· ξεκινώ:
        • (Tζάνε, Kρ. πόλ. 37216
      • δ) (με σύστ. αντικ.) φρ. ανοίγω άνοιγμα ή ανοιγμό το χέρι μου = ελεώ:
        • (Πεντ. Δευτ. XV 11, 8).
    • 5) Aποκαλύπτω, φανερώνω, ανακοινώνω:
      • (Kυπρ. ερωτ. 13216
      • να την ανοίξουν (ενν. την διαθήκην του) μόνον μετά τον θάνατόν του (Bακτ. αρχιερ. 164
      • ανοίγουν τους μάρτυρες (Eλλην. νόμ. 5631).
    • 6) (Mεταφ.) προκαλώ, δημιουργώ:
      • ν’ ανοίξει ανάμεσά σας έχθρητες (Φορτουν. Iντ. α´ 114).
  • Β´ Aμτβ.
    • 1) Eίμαι κλειστός και ανοίγω:
      • (Eρωτόκρ. Δ´ 1394), (Kορων., Mπούας 100).
    • 2)
      • α) (Eνεργ. και μέσ.) ανοίγω στα δύο, σχίζομαι· υφίσταμαι ρήγμα:
        • (Tζάνε, Kρ. πόλ. 50110
        • η γης στα βάθη ανοίκτη (Eρωτόκρ. Δ´ 1701
      • β) (ενεργ. και μέσ.) υφίσταμαι ρήγμα, τρυπιέμαι:
        • οι στέρνες ανοιχτήκα (Tζάνε, Kρ. πόλ. 38321
      • γ) σπάζω:
        • τα μαδέρια ενοίγα (Tζάνε, Kρ. πόλ. 34022).
    • 3) (Προκ. για βόμβα) σκάζω, υφίσταμαι έκρηξη:
      • πετά τσι μπόμπες, για ν’ ανοίγου (Tζάνε, Kρ. πόλ. 5041).
    • 4) (Προκ. για πληγή) ξεθυμαίνω:
      • (Iατροσ. κώδ. κβ´).
    • 5) (Προκ. για άνθος) ανθίζω:
      • τριαντάφυλλ’ αννοιμένα (Kυπρ. ερωτ. 683).
    • 6) Παραμερίζω, κάνω τόπο:
      • ανοίξαντες γαρ και δόντες αυτόν δρόμον οία στρατηγός (Έκθ. χρον. 1012).
    • 7)
      • α) (Προκ. για καιρό) γίνομαι αίθριος, καλυτερεύω:
        • άνοιξε ο καιρός από τον Mάρτιον μήναν (Xρον. Mορ. H 2901
      • β) φρ. ανοίγει η μέρα = ξημερώνει:
        • (Tζάνε, Kρ. πόλ. 2162).
  • Φρ.
  • 1) Ανοίγει η ζωή μου = ευοδώνεται, βελτιώνεται ο βίος μου:
    • (Pιμ. Aπολλων. [665]).
  • 2) Ανοίγω την καρδίαν κάπ. = κάνω να ευθυμήσει κάπ.:
    • (Xρον. Tόκκων 3470).
  • 3) Ανοίγω με λόγους την καρδιά (μου) = εξομολογούμαι, εκμυστηρεύομαι:
    • (Θησ. (Foll.) I 59).
  • 4) Ανοίγουν τα μάτια (μου) = διαφωτίζομαι:
    • (Φορτουν. Πρόλ. 33).
  • 5) Ανοίγω τη μήτρα = παρέχω τη δυνατότητα για γέννηση παιδιού:
    • (Πεντ. Γέν. XXX 22).
  • 6) Ανοίγω τους οφθαλμούς, το νου κάπ. = κάνω κάπ. να δει καλά, διαφωτίζω:
    • (Φυσιολ. (Zur.) XXIV 12), (Tζάνε, Kρ. πόλ. 47624).
  • 7) Ανοίγουν οι σκάλες = ξαναρχίζει η (εμπορική) επικοινωνία:
    • (Iστ. Bλαχ. 1443).
  • 8) Ανοίγω τα σπλάχνα = δείχνω συμπόνια σε κάπ., λυπούμαι κάπ.:
    • (Kυπρ. ερωτ. 13821).
  • 9) Ανοίγω το στόμα, τα χείλη (για να μιλήσω):
    • (Συναξ. γυν. 458), (Πόλ. Τρωάδ. 627 κριτ. υπ).
  • 10) Ανοίγω στράτα = προετοιμάζω την πορεία προς κάποιο γεγονός:
    • (Σουμμ., Παστ. φίδ. Γ´ [708]).
  • 11) Ανοίγω τόπο = γκρεμίζω και δημιουργώ χώρο κενό:
    • (Tζάνε, Kρ. πόλ. 5154).
  • 12) Ανοίγω το φως κάπ. = τον κάνω «να δει φως», να δει «άσπρη μέρα»:
    • (Tζάνε, Kρ. πόλ. 5264).

[αρχ. ανοίγω. T. σήμ. ιδιωμ. H λ. και σήμ.]

[Λεξικό Γεωργακά]
ανοίγω [aníγo] (& rare ανοιώ, ανοιείς) ipf άνοιγα, prp ανοίγοντας (& ανοιόντας), aor άνοιξα, mediop ανοίγομαι, ipf ανοιγόμουνα, aor ανοίχτηκα (subj ανοιχτώ), ppp ανοιγμένος
  • Ⓐ trans & intr
  • ① trans open, uncover, unwrap, unpack, unlock, unseal, unstop, uncork (ant κλείνω):
    • ~ την πόρτα open (answer) the door |
    • ~ το παράθυρο, το φεγγίτη |
    • ~ το βαρέλι, το κιβώτιο, το πιθάρι |
    • ~ το μπουκάλι, τη μποτίλια, το κουτί |
    • ~ τις βαλίτσες unpack |
    • ~ δέμα unwrap a package |
    • άνοιξε μια κονσέρβα με κρέας |
    • ~ τους αχινούς |
    • ~ το φερμουάρ unzip |
    • ~ τις κόπιτσες unsnap |
    • ~ το δωμάτιο, το σπίτι, το γραφείο |
    • άνοιξε or άνοιξέ μου (sc την πόρτα) |
    • τα σαλόνια τού ανοίγονται the homes of the élite welcome him |
    • μπροστά μας ανοίγεται ο κάμπος |
    • phrases |
    • ~ το στόμα μου I start talking |
    • ~ το γράμμα unseal the letter |
    • ~ τα μάτια open the eyes |
    • ~ τα μάτια μου look attentively |
    • του ~ τα μάτια I awaken him to a sense of his position, I guide (or inform) him |
    • ~ τ' αφτιά μου I listen attentively |
    • ~ το βήμα quicken one's pace, take bigger steps, walk faster, hurry up |
    • ανοίγει τα σκέλη (or τα πόδια) του straddles (out) his legs |
    • δεν ανοίγει βιβλίο he doesn't read (or study) |
    • ~ το φως, το ραδιόφωνο (ράδιο) switch on or turn on the light, the radio |
    • ~ χάρτη unfold a map |
    • μου άνοιξες την καρδιά you pleased me greatly, you filled me w. joy (syn L με χαροποίησες) |
    • του ~ την καρδιά μου speak to him unreservedly, reveal to him in confidence, confide sth to him, tell confidentially, open one's heart
  • ⓐ intr open (be opened):
    • ~ απότομα burst open |
    • ~ βιαίως fling open |
    • η υπηρέτρια άνοιξε |
    • το μαγαζί άνοιγε από νωρίς |
    • η αυλαία άνοιξε |
    • ανοίγει η πόρτα, το σεντούκι |
    • phr άνοιξε η γη και τον κατάπιε he disappeared, vanished, the earth swallowed him up |
    • ανοίγει η καρδιά μου I am pleased, rejoice |
    • ανοίγει η τύχη μου become lucky or happy, e.g. στην Aθήνα μπορεί ν' ανοίξη η τύχη της
  • ⓑ phr lie in the direction toward, look toward, open on:
    • η πρόσοψη του σπιτιού ανοίγει στην πλατεία |
    • το παράθυρο ανοίγει στον κήπο, στο δρόμο, στη θάλασσα, poem το παραθύρι κάτου | κατά τον κάμπο ανοιεί (KChatzop)
  • ② dig (out), excavate a trench, a foundation, a pit, a grave, a well etc; build streets and squares of a town:
    • ~ θεμέλια, ένα λάκκο, λαγούμι, χαντάκι, πηγάδι, τάφο |
    • έχει ανοιχτεί μια γαλαρία |
    • phr του άνοιξε το λάκκο he undermined him, he sapped him |
    • ~ δρόμο lay out a street |
    • ~ τον τάφο (a) dig the grave (b) fig ~ τον τάφο του I conspire against him
  • ⓒ clear (the way):
    • ~ το δρόμο clear the way, open a path; fig do pioneer work, to pioneer |
    • είναι οδηγός που ανοίγει καινούργιους δρόμους |
    • ανοίγει νέους ορίζοντες opens new horizons |
    • ελεύτεροι ανοίγονται οι ορίζοντες |
    • η στροφή αυτή άνοιξε καινούργιους κόσμους στη γνώση του ανθρώπου (VPapoulia) |
    • η ανταλλαγή γνωμών ανοίγει προοπτικές
  • ⓓ unearth, disinter, exhume (syn ξεθάβω, ξεχώνω):
    • ~ τον δείνα (for ~ τον τάφο του δείνα) exhume, retrieve the remains (w. rites, syn ανακομιδιάζω)
  • ⓔ clear land for cultivation:
    • ~ χωράφι |
    • ~ το χωράφι bring the field into cultivation
  • ⓕ cut or rip sth open, split (syn σχίζω):
    • ~ το απόστημα lance or tap the abscess |
    • ~ το σπυρί |
    • του άνοιξε το κεφάλι |
    • άνοιξαν το νεκρό they conducted an autopsy |
    • riddle |
    • σκίζω, 'νοίζω το δεντρό, | βρίσκω νύφη και γαμπρό, | πεθερά και πεθερό (it is the walnut) |
    • intr be cut or ripped open, be opened (syn σπάω, σχίζομαι) |
    • το καρπούζι άνοιξε στα δύο |
    • άνοιξε το απόστημα, το σπυρί, η πληγή |
    • άνοιξε η μύτη του his nose is bleeding |
    • άνοιξε το κεφάλι μου από το θόρυβο, τη φασαρία, τις φωνές my head is splitting fr .. |
    • άνοιξε ο τοίχος |
    • άνοιξε η βάρκα και μπάζει νερά |
    • phr άνοιξαν οι καταρράκτες του ουρανού the flood gates of heaven opened |
    • δεν άνοιξε μύτη no-one was hurt, nothing serious occurred to humans
  • ③ set up, found, establish, open (sth new) (syn ιδρύω, δημιουργώ):
    • ~ σπίτι |
    • ~ επιχείρηση, θέατρο, μαγαζί, καφενείο, ταβέρνα |
    • άνοιξε κατάστημα he set up a shop |
    • ανοίγει σχολή γλωσσών |
    • η πόλη άνοιξε τη μεγάλη έκθεση
  • ⓖ intr be started, created, opened, open (syn ιδρύομαι, δημιουργούμαι):
    • ένα καινούργιο καφενείο, κουρείο, κρεοπωλείο, μαγέρικο, μπακάλικο άνοιξε στη γειτονιά μας |
    • εφέτος πολλά βιβλιοπωλεία άνοιξαν |
    • μια θέση άνοιξε στην εταιρία, στο κατάστημα, στο υπουργείο |
    • μια νέα έτσι θ' άνοιγε εποχή για την πνευματική μας ιστορία (Papanoutsos)
  • ④ begin, start, open (syn αρχίζω):
    • ~ κουβέντα start conversation |
    • ~ μια συζήτηση |
    • ανοίγει ένα διάλογο με το βασιλόπουλο |
    • ~ το χορό I lead the ball |
    • ~ το παιγνίδι |
    • δικό μας τμήμα άνοιξε ντουφέκι |
    • ~ λογαριασμό καταθέσεων open a deposit account |
    • του ~ φάκελο start a dossier against him |
    • ~ παρένθεση (ant κλείνω) |
    • ~ πόλεμο με κάποιον start a fight (or quarrel) w. s.o.
  • ⓗ intr start, begin:
    • άνοιξε ο χορός, το παιγνίδι, το τριώδιο |
    • στα σύνορα άνοιξε τουφεκίδι |
    • άνοιξαν οι δουλειές το καλοκαίρι
  • ⑤ cause, bring forth, result in (syn προκαλώ, προξενώ, έχω ως αποτέλεσμα):
    • η θάλασσα, ο καθαρός αέρας, ο περίπατος, ο καλός μεζές, το νόστιμο φαΐ, το χαβγιάρι, ο γάρος, το ούζο, η ρακή ανοίγει την όρεξη |
    • ο φρονιμίτης μού άνοιξε φασαρία |
    • ο γιος μάς άνοιξε δουλειές με τα φερσίματά του |
    • phr του ~ δουλειές με φούντες cause difficulties for s.o.
  • ⓘ intr be caused, develop:
    • η όρεξη ανοίγει με τον καθαρόν αέρα |
    • άνοιξε η όρεξή του he developed an appetite
  • ⑥ stretch, spread, unfurl (syn απλώνω, τεντώνω):
    • ~ τα δάχτυλα, τις παλάμες, τις αγκάλες, το σακκάκι, το παπούτσι |
    • η κότα ανοίγει τα φτερά της, τις φτερούγες της |
    • naut~ πανί set a sail to (syn απλώνω πανί) |
    • ~ τα πανιά brace up |
    • η βάρκα ανοίγει τα πανιά της the boat spreads its sails |
    • ~ τη σημαία unfurl the flag |
    • cook. ~ φύλλο I roll (out) pastry dough |
    • ανοίγανε φύλλο για τις πίτες |
    • ανοίγει χυλοπίτες |
    • intr η ζύμη ανοίγει εύκολα the dough rolls well
  • ⓙ widen or broaden, let out (syn L διευρύνω) ; intr be expanded, be widened, stretch:
    • το καπέλο ανοίγει άμα φορεθεί |
    • οι κάλτσες, τα παπούτσια, τα γάντια ανοίγουν όσο φοριούνται
  • ⑦ intr act. & mediop ανοίγω and ανοίγομαι, make way for s.o. to pass (syn κάνω τόπο, παραμερίζω):
    • ~ πέρασμα or ~, e.g. το πλήθος άνοιξε για να περάσω |
    • ο λαός άνοιξε μπρος στον πατέρα Kοσμά με σεβασμό |
    • άνοιξε ο κόσμος να περάσει ο μητροπολίτης, ο πρωθυπουργός, ο πρόεδρος |
    • ανοίξτε, παιδιά!
  • ⑧ cause sth to acquire leaves or flowers:
    • poem μου 'θρεψε ο ήλιος το κορμί και τ' άνοιξε σαν άνθος (Palam) |
    • intr grow leaves or petals, be in flower, blossom (syn φυλλορροώ or ανθοφορώ) |
    • άνοιξαν τ' αμπέλια |
    • το κλήμα είναι ανοιγμένο |
    • folks. τώρα 'ναι Mάης κι άνοιξη κι ανοίγει το ζουμπούλι (Theros) |
    • poem άνοιξε, νυχτολούλουδο, | άνοιξε και μη κλείσεις (Valaor)
  • ⑨ put to (the open) sea (syn L ανάγω):
    • ανοίγομαι στο πέλαγος put to sea |
    • ανοίχτηκα από το νησάκι |
    • ανοιχτήκαμε στον Aτλαντικό |
    • η βάρκα ανοίχτηκε πολύ |
    • τα καράβια ανοίχτηκαν, μακρύνανε (Petsalis) |
    • το παιδί κολυμπώντας ανοίχτηκε πολύ, κουράστηκε και πνίγηκε the boy swam far out etc |
    • intr sail on the open sea (syn ανάγομαι στο πέλαγος, πλέω στ' ανοιχτά) |
    • το καΐκι άνοιξε δυο μίλια
  • ⑩ decolorize, lighten, fade (syn ξεθωριάζω):
    • θέλω ν' ανοίξω το χρώμα του παλτού μου |
    • ο ήλιος άνοιξε το χρώμα του καπέλου |
    • intr fade (near-syn ξεθωριάζω) |
    • το χρώμα του υφάσματος άνοιξε |
    • το χρώμα άνοιξε από τον ήλιο |
    • με το πλύσιμο θ' ανοίξει το χρώμα του
  • ⑪ mediop ανοίγομαι expand one's business operations, launch out too ambitiously, run risks (syn ξανοίγομαι):
    • μην ανοίγεσαι πολύ don't spend too much |
    • είχαμε ανοιχτεί σε πιστώσεις |
    • ανοίχτηκε πολύ κ' έπεσε (failed)
  • Ⓑ only intr
  • ⑫ start functioning, start operations, open (syn αρχίζω να λειτουργώ):
    • άνοιξαν τα σχολεία |
    • αύριο ανοίγει το καλοκαιρινό υπαίθριο θέατρο |
    • άνοιξε η εκκλησία μετά τις επισκευές |
    • το προσωρινό Mουσείο άνοιξε στους επισκέπτες (DLaskaridis) |
    • πότε ακριβώς ανοίγει η τράπεζα; exactly when does the bank open? |
    • πότε ανοίγουν τα μαγαζιά; at what time do the shops open?
  • ⑬ become clear, clear up (syn L αιθριάζω, καλοσυνεύω, ξανοίγω):
    • άνοιξε ο καιρός |
    • ο καιρός ανοίγει the weather breaks up |
    • άνοιξε η ημέρα
  • ⑭ gush, spout (syn αναβλύζω):
    • άνοιξαν οι φλέβες του πηγαδιού

[fr MG ανοίγω ← K, AG ἀνοίγω (bes ἀνοιγνύω ← ἀνοίγνυμι)]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες