Παράλληλη αναζήτηση
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- ανθυπίατρος ο [anθipíatros] Ο20α : (στρατ.) στρατιωτικός γιατρός του υγειονομικού σώματος του στρατού ξηράς με βαθμό ανθυπολοχαγού.
[λόγ. ανθ- (δες αντι-) + υπίατρος]
[Λεξικό Γεωργακά]
- ανθυπίατρος [anθipíatros] ο, milit
- second lieutenant of the medical corps:
- ένας ~ |
- ήταν ερωτοχτυπημένη μ' έναν έφεδρο ανθυπίατρο (Terzakis) |
- έχασε τη δύναμή του απ' τη στιγμή που περαστικός ~ |
- σπούδασε στην ιατρική σχολή και αφού αποφοίτησε κατατάχτηκε ως ~ στο πολεμικό ναυτικό (Sachinis)
[fr kath (neol, Koumanoudis) ανθυπίατρος, cpd w. υπίατρος]
- second lieutenant of the medical corps: