Παράλληλη αναζήτηση
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- ανθρωποποίηση η [anθropopíisi] Ο33 : 1.η εξελικτική διαδικασία με την οποία οι πρόγονοι του ανθρώπου απέκτησαν τα χαρακτηριστικά που διακρίνουν τον άνθρωπο από τα άλλα πρωτεύοντα θηλαστικά. 2. ο εξανθρωπισμός. 3. η απόδοση ανθρώπινων χαρακτηριστικών σε ζώα, σε αντικείμενα ή σε (φυσικά) φαινόμενα.
[λόγ. ανθρωπο- + -ποίη(σις) -ση]
[Λεξικό Γεωργακά]
- ανθρωποποίηση [anθropopíisi] η, (L)
- humanizing (noun) (near-syn προσωποποίηση):
- η ~ του εαυτού μας, της φύσης |
- η βασιλεία του Aυγούστου συνέπεσε με την ~ του Xριστού |
- καλλιέργεια και ~ του ανθρώπου
[fr kath (neol, Koumanoudis) ανθωποποίησις, cpd w. ποίησις]
- humanizing (noun) (near-syn προσωποποίηση):