Παράλληλη αναζήτηση
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- ανεξακρίβωτος -η -ο [aneksakrívotos] Ε5 : που την αλήθεια του ή την ακρίβειά του δεν τη διαπίστωσαν, δεν την έλεγξαν· ανεπιβεβαίωτος. ANT εξακριβωμένος: Aνεξακρίβωτες πληροφορίες / φήμες.
ανεξακρίβωτα ΕΠIΡΡ. [λόγ. αν- (δες α- 1) εξακριβω- (δες εξακριβώνω) -τος]
[Λεξικό Γεωργακά]
- ανεξακρίβωτος, -η, -ο [aneksakrívotos] (L)
- unconfirmed, unverified (syn L ανεξέλεγκτος 1,:
- ανεξακρίβωτα αίτια, περιστατικά |
- ανεξακρίβωτη διάδοση, μαρτυρία, παράδοση, περίπτωση, πηγή, φήμη |
- ανεξακρίβωτες πληροφορίες, γενικότητες |
- καλύτερα να 'ναι όλα θολά κι ανεξακρίβωτα |
- οι αντιγραφείς ενόθευσαν το κείμενο σε έκταση που θα μείνει ίσως για πάντα ανεξακρίβωτη (Kanellop) |
- η ζωή μας είναι μια περιπέτεια που θα έμενε ανεξακρίβωτη, αν δεν την ανακαλύπταμε μέσα στην περιπέτεια των άλλων (Chatzinis) |
- με το ίδιο όνομα υπήρχε και αρχαία πόλη, της οποίας η ακριβής θέση παραμένει ανεξακρίβωτη (Varelas)
[fr kath (neol]
- unconfirmed, unverified (syn L ανεξέλεγκτος 1,: