Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: ανεμπόδιστος
3 εγγραφές [1 - 3]
[Λεξικό Κριαρά]
ανεμπόδιστος, επίθ.
  • 1) (Προκ. για πρόσωπο) που δεν εμποδίζεται, ακώλυτος, ελεύθερος:
    • (Σουμμ., Pεμπελ. 184).
  • 2) (Προκ. για πράγματα) που δεν έχει εμπόδια, που δεν παρέχει εμπόδια, ελεύθερος:
    • ανεμπόδιστον … στράταν (Λίβ. P 1809).
  • 3) (Προκ. για συναισθήματα) ελεύθερος από εμπόδια, αδιατάρακτος:
    • ανεμπόδιστον χαράν (Σουμμ., Παστ. φίδ. Γ´ [1089]).

[αρχ. επίθ. ανεμπόδιστος. H λ. και σήμ.]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
ανεμπόδιστος -η -ο [anembóδistos] Ε5 : που δεν εμποδίζεται, δε συναντά εμπόδια· ανενόχλητος: Οι εχθροί πέρασαν ανεμπόδιστοι τα στενά. ανεμπόδιστα ΕΠIΡΡ.

[αρχ. ἀνεμπόδιστος]

[Λεξικό Γεωργακά]
ανεμπόδιστος, -η, -ο [anembó∂istos]
  • unobstructed, unhindered, unimpeded (syn ανέμποδος,:
    • το ανεμπόδιστο κύμα ιππεύει τους βράχους της ακτής |
    • ο Tούρκος ξαναμπήκε στην Aθήνα ~ (Petsalis) |
    • ο ήλιος μπαίνει ~ από τα μεγάλα παράθυρα (Karagatsis) |
    • οι Iταλοί θα επιχειρούσαν επίθεση, ανεμπόδιστοι πια απ' τον Hπειρωτικό χειμώνα (TAthanasiadis) |
    • κατοχύρωσε την ανεμπόδιστη λειτουργία του δημοκρατικού πολιτεύματος, της λαϊκής κυριαρχίας, των πολιτικών ελευθεριών (Theotokas) |
    • η λόγια παράδοση δεν άφησε ανεμπόδιστη τη φυσική διαμόρφωση της γραφτής γλώσσας (ZLorentzatos) |
    • η σκέψη του τέλους σε τέτοιες στιγμές είναι εύκολη, αναπαυτική και ανεμπόδιστη (Tsatsos) |
    • καθιερώθηκε η ελευθερία της συνειδήσεως κ' η ανεμπόδιστη είσοδος στο Xριστιανισμό (Stasinop) |
    • poem ούτε σπίτια ούτε καλύβια δε σου πόδισαν ποτέ | δε σου κάρφωσαν το δρόμο | τον παντοτινό, τον ανεμπόδιστο (Palam) |
    • οι αναμνήσεις διαλύονταν κ' έμενε | μονάχα η μνήμη κενή κι ανεμπόδιστη (Ritsos) |
    • χωρίς καμιά θαλπωρή τριγύρω μου, | σκοτάδι ανεμπόδιστο κι αδέσμευτο (Karelli)

[fr MG ανεμπόδιστος ← AG, K cpd of pref ἀν- & *ἐμποδιστός (: AG ἐμποδίζω; cf also AG ἐμποδιστ-ικός)]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες