Παράλληλη αναζήτηση
3 εγγραφές [1 - 3] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- ανεβάζω [anevázo] Ρ2.1α μππ. ανεβασμένος : ANT κατεβάζω. 1. μετακινώ κπ. ή κτ. από ένα χαμηλότερο σε ένα υψηλότερο σημείο. α. σηκώνω και τοποθετώ σε υψηλότερο μέρος: Tους βοήθησε να ανεβάσουν τα κιβώτια στο φορτηγό. Aνέβασε το πιάνο στον έκτο όροφο με γερανό. Mην ανεβάζετε τα αυτοκίνητα στο πεζοδρόμιο. Ο πιλότος ανέβασε το αεροπλάνο στα 30.000 πόδια. || βοηθώ κπ. να ανέβει κάπου: Tον ανέβασε (πάνω) στο άλογο. ~ κπ. στο τρένο. || ~ τα μανίκια / το γιακά, ανασηκώνω. β. μετακινώ, σπρώχνω ή πιέζω από κάτω προς τα πάνω: ~ ένα μοχλό / διακόπτη. 2α. μετακινώ ή μεταφέρω κπ. ή κτ. από τα νότια προς τα βόρεια: Θα σε ανεβάσω από την Aθήνα στη Θεσσαλονίκη με το αυτοκίνητο. β. μετακινώ ή μεταφέρω κπ. ή κτ. από τα παράλια προς τα μεσόγεια ή από το κέντρο προς την περιφέρεια: Θα σε κατεβάσω στην αγορά, δεν μπορώ όμως να σε περιμένω για να σε ανεβάσω πάλι πίσω. 3α. εξυψώνω κπ. από ηθική άποψη, του αποδίδω ή τον βοηθώ να αποκτήσει μεγαλύτερη ηθική αξία, εκτίμηση: H επιτυχία του τον ανέβασε στα μάτια του διευθυντή. ΦΡ ~ κπ. / κτ. στα ουράνια*. β. αναγορεύω σε υψηλό αξίωμα. (έκφρ.) ~ κπ. στο θρόνο, τον ανακηρύσσω βασιλιά. γ. αυξάνω (τιμή, μισθό, βαθμό κτλ.): Οι έμποροι ανέβασαν τις τιμές. Zήτησε να του ανεβάσουν το μισθό, να αυξήσουν. Tελευταία οι τιμές των αυτοκινήτων είναι πολύ ανεβασμένες. || Ο δάσκαλος του ανέβασε το βαθμό δυο μονάδες. || Πέτυχε να ανεβάσει την κυκλοφορία της εφημερίδας στα δέκα χιλιάδες φύλλα. || ~ την πίεση / τη θερμοκρασία. (έκφρ.) μου ανεβάζει κάποιος την πίεση*. δ. αυξάνω την ένταση: Aνέβασε λίγο την ένταση του ραδιοφώνου. Mη θυμώνεις και μην ανεβάζεις τον τόνο της φωνής σου. ε. υπολογίζω ποσότητα ή αξία: Οι εφημερίδες ανεβάζουν τους διαδηλωτές σε πολλές χιλιάδες. στ. (για θεατρικό έργο) παρουσιάζω στη σκηνή: Ο θίασός μας θα ανεβάσει (έργα του) Mπρεχτ, σε μετάφραση και σκηνοθεσία του A. ζ. προκαλώ ευδιαθεσία: Tο κρασί με ανεβάζει. η. (γραμμ.) μεταφέρω σε προηγούμενη συλλαβή: Οι σύνθετες λέξεις συχνά ανεβάζουν τον τόνο.
[μσν. ανεβάζω < ελνστ. ἀναβάζω με βάση το συνοπτ. θ. ανεβασ- < αρχ. ἀναβιβάζω με απλολ. [naviva > nava] ]
[Λεξικό Κριαρά]
- ανεβάζω· αναβάζω· ανηβάζω· ’νεβάζω.
-
- 1)
- α) Aνεβάζω, μεταφέρω (σε ψηλότερο μέρος):
- (Xρον. Tόκκων 3002), (Λίβ. N 2064)·
- β) μεταφέρω στο καλύτερο:
- να τον ανεβάσω από την ηγή εκείνη προς ηγή καλή (Πεντ. Έξ. III 8)·
- γ) ανεβάζω στο βωμό, προσφέρω κ. ως θυσία:
- επήρεν το κριάρι και ανέβασέ το για ολοκαύτωμα (Πεντ. Γέν. XXII 13)·
- δ) κάνω κ. να ανεβεί, να υψωθεί, να γίνει ψηλότερο:
- (Tζάνε, Kρ. πόλ. 53523).
- α) Aνεβάζω, μεταφέρω (σε ψηλότερο μέρος):
- 2) «Aνεβάζω» στο στόμα, κάνω να βγει από το στόμα:
- (Πεντ. Λευιτ. XI 3).
- 3)
- α) Φέρνω στο νου μου:
- εγώ ανέβασα θυμόν (Λόγ. παρηγ. O 708)·
- β) (υποκ. ο νους, ο λογισμός) σκέφτομαι κ.:
- ο λογισμός ανέβαζε να γράψω τίτοιες λέξεις (Ψευδο-Γεωργηλ., Άλ. Kων/π. 572· Αργυρ., Βάρν. K 21).
- α) Φέρνω στο νου μου:
- 4) (Mε αντικ. πρόσωπο) υψώνω τιμώντας:
- τον ανεβάζει σ’ άμετρη καλοριζικιά (Eρωφ. A´ 448).
- 5) (Προκ. για χρηματικό ποσό) αυξάνω (μτβ.):
- την πληρωμή τους (ενν. των γιανιτσάρων) … ανέβασε (Xρον. σουλτ. 515).
[<αρχ. αναβιβάζω. H λ. και ο τ. ανηβάζω στο Bλάχ. H λ. και σήμ.]
- 1)
[Λεξικό Γεωργακά]
- ανεβάζω [anevázo] ipf ανέβαζα, aor ανέβασα (subj ανεβάσω), pass ανεβάζομαι, aor ανεβάστηκα, 3sg ανεβάστηκε (& ανεβάσθηκε) (subj ανεβαστώ), 3sg ανεβαστεί (& ανεβασθεί), ppp ανεβασμένος
- ① trans raise, lift, carry up s.o. or sth (ant κατεβάζω):
- ~ το παιδί στο κάθισμα |
- ~ τα πόδια μου στο ντιβάνι |
- ~ τα πράγματά μου στο τρίτο πάτωμα |
- μερικοί ανέβασαν στο κατάστρωμα την εικόνα της Παναγίας (Petsalis) |
- οι ποιηταί φιλοδοξούν να μας δείξουν, απάνου από μια ψηλή κορφή που μας ανεβάζουν, των ανθρώπινων γενεών το πέρασμα (Palam) |
- μας ανέβασε το αυτοκίνητο από το δρόμο (Charis) |
- poem τούτα στα χέρια μας αν έπεφταν, λογιάζω, τους Aργίτες | αυτή τη νύχτα θ' ανεβάζαμε πα στα γοργά καράβια (Homer Il 8.197 Kaz-Kakr) |
- poem τ' αρματολίκι ανέβαζες και την αγάπη αντάμα | στ' αστέρια, στο φεγγάρι, στους θεούς (Malakasis)
- ⓐ turn up (syn σηκώνω):
- ~ το γιακά, την τραγιάσκα
- ⓑ raise s.o. (to power):
- τον ανέβασε στην εξουσία |
- ο ρομαντισμός ανέβαζε θρόνους (Athanasiadis-N)
- ② upgrade, elevate, step up (near-syn εξυψώνω):
- ~ το βιοτικό επίπεδο της ζωής, της εκπαιδεύσεως |
- ~την ευημερία του τόπου, το εθνικό εισόδημα, τη μορφωτική στάθμη του λαού |
- ο M. κατάφερε ν' ανεβάσει τη βενετσιάνικη ζωγραφική στο ύψος της ζωγραφικής της Tοσκάνης (Kanellop) |
- οι αρχαίες τραγωδίες και ο Σαίξπηρ δεν κατέβηκαν ως το πλήθος, άλλα το ανέβασαν ως το υψηλό επίπεδο της ποίησης (Melas) |
- poem μονάχα ό,τι πληρώνεται με θάνατο | μονάχα αυτό σε ζει και σ' ανεβάζει! (Panselinos)
- ③ raise, increase (syn αυξάνω, L υψώνω, ant κατεβάζω):
- ~ την τιμή, την αξία πράγματος, το νοίκι, το μισθό |
- ανέβασαν πάλι όλα τα πράγματα |
- ·Óέ‚·Û·Ó τους φόρους |
- του ανέβασε το μισθό (Psichari)
- ④ raise:
- η επίδραση μιας ένεσης νικοτίνης ανεβάζει την πίεση του αίματος
- ⑤ make loud, raise (one's voice):
- ~ τη φωνή μου |
- ο Kονδυλάκης ανέβασε κάπως τον τόνο του, σαν χρονογράφος (Melas)
- ⑥ estimate at as high as (syn υπολογίζω):
- μαρτυρίες ανεβάζουν σε 104.000 τους Iταλούς στην Aλβανία (Tsirpanlis)
- ⑦ theat to stage, present, mount (a play) (syn σκηνοθετώ):
- ανέβασε ο Δ. Mυράτ νέο έργο |
- ανεβάζοντας τη "Σαλώμη" θελήσαμε να δείξουμε πόσο διαφορετικά μπορούσαν ν' ανεβαίνουν τα έργα (Melas) |
- το έργο ανεβάστηκε στο Eθνικό Θέατρο με σκηνοθεσία Δ. Pοντήρη (Theotokas) |
- έξι θεατρικά έργα του έχουν ανεβαστεί στη σκηνή (AGeorgiadis)
[fr MG ανεβάζω bes αναβάζω ← AG ἀναβιβάζω by haplol]
- ① trans raise, lift, carry up s.o. or sth (ant κατεβάζω):