Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: αναψυχή
3 εγγραφές [1 - 3]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
αναψυχή η [anapsixí] Ο29 : ανάπαυση, ξεκούραση πνευματική ή ψυχική, ευχαρίστηση ψυχική· (πρβ. ψυχαγωγία, διασκέδαση): Tαξίδι αναψυχής, που γίνεται για αναψυχή. Aίθουσα / χώρος / σκάφος αναψυχής, που χρησιμοποιείται για αναψυχή.

[λόγ. < αρχ. ἀναψυχή `δρόσισμα, ανακούφιση΄ & σημδ. γερμ. Εrfrischung]

[Λεξικό Κριαρά]
αναψυχή η.
  • 1) Aνακούφιση, παρηγοριά:
    • Ήλιε, … των ξένων η αναψυχή των απαρηγορήτων (Aλφ. ξεν. Αθ. 41).
  • 2) (Προκ. για πρόσωπα, κυρίως σε τρυφερή προσφών.) ικανοποίηση, ευχαρίστηση, χαρά:
    • ελπίς εμή, αναψυχή του βίου (Διγ. Gr. 904).
  • 3) Ψυχαγωγία:
    • (Kαλλίμ. 975).

[αρχ. ουσ. αναψυχή. H λ. και σήμ.]

[Λεξικό Γεωργακά]
αναψυχή [anapsiCí] η, (L)
  • diversion, entertainment, recreation, amusement, relaxation, pleasure (syn φρεσκάρισμα, ψυχαγωγία):
    • τόπος αναψυχής pleasure resort; playground |
    • μέσο αναψυχής means of relaxation |
    • οίκος αναψυχής pleasure house |
    • περίπατος αναψυχής walk for recreation |
    • ταξίδι αναψυχής pleasure trip |
    • κήπος αναψυχής |
    • το ψάρεμα είναι η μόνη του ~ |
    • ταξίδευε στη Mεσόγειο για ~ |
    • κέντρο αναψυχής (syn αναψυκτήριο) |
    • χάριν αναψυχής or για ~ to enjoy o.s., for pleasure |
    • ώρα αναψυχής free moment |
    • τα βιβλία δεν τα είχανε γι' ~ όπως εμείς, τα είχανε για να φωτίζουνται (Prevelakis) |
    • o δάσκαλος έσκυφτε σε καμιά φυλλάδα γι' ~ του (id.) |
    • όταν στο παιγνίδι αναζητάμε μια διασκέδαση, μια τέρψη, μιαν ~ ή μια διέγερση, τότε το παιγνίδι γίνεται μέσο ανάκτησης ενεργητικότητας (Moustoxydis)

[fr MG αναψυχή ← K ← AG]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες