Παράλληλη αναζήτηση
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- αναχώρηση η [anaxórisi] Ο33 : η ενέργεια του αναχωρώ, το ξεκίνημα από έναν τόπο για άλλον: H ~ πλοίου, απόπλους. ~ αεροπλάνου, απογείωση. Ώρα αναχωρήσεως. Ο πίνακας αφίξεων και αναχωρήσεων. H θλίψη μας γινόταν αβάσταχτη καθώς πλησίαζε η στιγμή της αναχώρησης.
[λόγ. < αρχ. ἀναχώρη(σις) `υποχώρηση, επιστροφή΄ -ση, κατά τη σημ. της λ. αναχωρώ & σημδ. γαλλ. départ]
[Λεξικό Γεωργακά]
- αναχώρηση [anaxórisi] η, gen αναχώρησης & αναχωρήσεως
- ① leaving (by land, sea, or air), setting forth, departure (syn ξεκίνημα, L εκκίνηση, rare παρτέντζα, ant άφιξη):
- ετοιμάζεται or είναι έτοιμος γι' ~ |
- έφτασε η μέρα της αναχώρησης |
- εδόθηκε το σήμα (or σύνθημα or σινιάλο) της αναχωρήσεως |
- το τρένο σφύριξε ~ |
- ~ του λεωφορείου στις οχτώ το πρωί |
- αναχωρήσεις από την πόλη, από το Kαρπενήσι (ant αφίξεις)
- ⓐ setting sail (syn L απόπλους):
- ~ του πλοίου
- ⓑ taking off:
- ~ του αεροπλάνου
- ② relig withdrawal (fr world), solitude (as aid to spiritual life):
- ο Παπαδιαμάντης, "ο άγιος των νεοελληνικών γραμμάτων" από την αγιοσύνη του κρατούσε μόνο την ~ κι όχι το πάθος για τον άνθρωπο (Dimaras) |
- οι εκφράσεις πάθους της Πολυδούρη ουσιαστικά δείχνουν μάλλον πώς θα ήθελε να ήταν η ποιήτρια· η μελαγχολία, η ρέμβη, η ~ είναι ο τόνος της (id.)
[fr αναχώρησις ← MG ← K, PatrG ← AG ἀναχώρησις]
- ① leaving (by land, sea, or air), setting forth, departure (syn ξεκίνημα, L εκκίνηση, rare παρτέντζα, ant άφιξη):