Παράλληλη αναζήτηση
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- αναλφάβητος -η -ο [analfávitos] Ε5 : που δεν ξέρει ανάγνωση και γραφή, που είναι τελείως αγράμματος: Aναλφάβητα άτομα. Aναλφάβητοι πληθυσμοί. Είναι ~. || (ως ουσ.) ο αναλφάβητος: Mειώθηκε ο αριθμός των αναλφάβητων. || Λειτουργικά αναλφάβητοι, άτομα που ενώ έχουν διδαχθεί ανάγνωση και γραφή δεν είναι ικανοί να διαβάζουν και να γράφουν.
[λόγ. < ελνστ. ἀναλφάβητος]
[Λεξικό Γεωργακά]
- αναλφάβητος, -η, -ο [analfávitos] (L)
- illiterate, uneducated, unlearned (syn αγράμματος):
- ένα 17% του πληθυσμού είναι ακόμα αναλφάβητοι |
- διάβαζαν άλλοτες δημόσια στην Kίνα τα έργα για το αναλφάβητο κοινό (Evelpidis)
- ① fig uninformed, ingorant:
- ~ στα ερωτικά |
- αναλφάβητη βαδίζει η Eλληνίδα στον υμέναιο (Palaiologos) |
- τον αποκήρυξε λέγοντάς τον αναλφάβητο υπνωτιστή (Tsirkas)
[fr MG αναλφάβητος ← LK ἀναλφάβητος ← AG (4th c. BC)]
- illiterate, uneducated, unlearned (syn αγράμματος):