Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: ανέλεος
1 εγγραφή
[Λεξικό Γεωργακά]
ανέλεος, -η, -ο [anéleos]
  • pitiless, cruel (syn L ανηλεής):
    • σε τέτοια ανέλεη πληγή μήτε αλοιφές γιατρεύουνε μήτε γιατροί βοηθούνε (Prevelakis) |
    • το αξιολύπητο τούτο πράμα πριν λίγη μόλις ώρα ήτανε γι' αυτόν μια δύναμη ανέλεη (GPhPieridis) |
    • τα μεσάνυχτα ο πόλεμος ξεπετιέται πάλι μέσα από το ζόφο ~ (Theotokas) |
    • poem στο πύργωμα του θόλου ανέλεης νύχτας | πατούνε οι έγνοιες (Seferis)

[fr LMG ανέλεος (Eug. Vulgaris, 18th c.]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες