Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: ανέκαθεν
2 εγγραφές [1 - 2]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
ανέκαθεν [anékaθen] επίρρ. χρον. : εξαρχής, από την αρχή, από πάντα: ~ το έλεγε, αλλά δεν τον πιστεύαμε.

[λόγ. < αρχ. ἀνέκαθεν]

[Λεξικό Γεωργακά]
ανέκαθεν [anékaθen] adv (& ανέκαθε) (L)
  • since the beginning of time, fr the beginning, ever since, always (in the past):
    • ~ γράφω βιαστικά |
    • το χρυσάφι κυβερνούσε ~ τον κόσμο (Psathas) |
    • ~ οι άνθρωποι αγαπούσαν το ταξίδι της αναψυχής (Papanoutsos) |
    • περίπλοκο ήταν ~ το εκπαιδευτικό μας πρόβλημα (Theotokas) |
    • είχαμε αφορμή ανέκαθε να τους μισούμε (Petsalis) |
    • poem η σιωπή λοιπόν | ήταν ~ το κατοικίδιο ζώο μας (Sarantis)
  • ⓐ phr από ~or από ανέκαθε:
    • από ~ τους έδερνε η τεμπελιά |
    • από ανέκαθε πήρε σα μεγάλη θεά τη διπλή όψη (KRomeos)

[fr K (pap, 3rd c.), AG ἀνέκαθεν bes ἀνέκαθε, cpd of pref αν(α)- AG ἔκαθεν]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες