Παράλληλη αναζήτηση
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- αμοιβαίος -α -ο [amivéos] Ε4 : που ισχύει, αφορά ή υπάρχει στον ίδιο βαθμό σε δύο πρόσωπα ή που γίνεται στον ίδιο βαθμό από αυτά: Aμοιβαίο ενδιαφέρον. Aμοιβαία αισθήματα. Έκαναν πολλές αμοιβαίες υποχωρήσεις από τις αρχικές τους θέσεις μέχρι να συμφωνήσουν. Σύμφωνο αμοιβαίας φιλίας και συνεργασίας, μεταξύ δύο κρατών. || (οικον.): Aμοιβαία κεφάλαια.
αμοιβαία ΕΠIΡΡ: Οι δύο ουσίες εξουδετερώνονται ~. [λόγ. < αρχ. ἀμοιβαῖος]
[Λεξικό Γεωργακά]
- αμοιβαίος, -α, -ο [amivéos]
- reciprocal, mutual, requited, retributive (syn ανταποδιδόμενος, αλληλο- in cpds, ant μονομερής):
- αμοιβαία επαγωγή techn t. mutual inductance (syn αλληλεπαγωγή) |
- αμοιβαία σκόπευση reciprocal pointing or laying |
- αμοιβαία πυρά, αμοιβαίο κανονίδι |
- αμοιβαία ευθύνη mutually shared responsibility, e.g. έχουν αμοιβαία ευθύνη are mutually responsible or both to blame |
- αμοιβαία συναινέσει L (kath) by mutual consent |
- αυτά είναι αμοιβαία these things are tit-for-tat |
- αμοιβαία αγάπη requited love, e.g. αμοιβαία αγάπη των μελών του εθνικού συνόλου (Theotokas) |
- αμοιβαία φιλία reciprocal friendship |
- αμοιβαία εκτίμηση, αμοιβαία συμπάθεια, αμοιβαία κατανόηση |
- αμοιβαία σχέση correlation, e.g. αμοιβαία σχέση με άλλα πρόσωπα or αρνούνται ότι είχαν αμοιβαίες σχέσεις η φιλοσοφική σκέψη και η χριστιανική πίστη (Tatakis) |
- αμοιβαία προσέγγιση |
- ~ συμβιβασμός |
- αμοιβαία υπόσχεση |
- αμοιβαία υποστήριξη mutual support (syn αλληλοϋποστήριξη) |
- αμοιβαία βοήθεια mutual aid (syn αλληλοβοήθεια) |
- αμοιβαία ωφέλεια mutual gain |
- αμοιβαία ασφάλεια mutual insurance (syn αλληλασφάλεια) |
- η έννοια της αμοιβαίας δικαιοσύνης |
- αμοιβαία ανταλλαγή give and take |
- αμοιβαίες συναλλαγές reciprocal exchanges |
- αμοιβαία εξάρτηση interdependence (syn αλληλοεξάρτηση) |
- αμοιβαίες υποχωρήσεις mutual concessions |
- ~ σεβασμός (syn αλληλοσεβασμός) |
- αμοιβαία αισθήματα |
- αμοιβαία μεταξύ ανθρώπων συμπεριφορά |
- αμοιβαία επίδραση interplay (syn αλληλοεπίδραση) |
- αμοιβαία μετάθεση |
- ~ έρωτας |
- τ' απογέματα γυναικοβίζιτες αμοιβαίες (Xenop) |
- οι αμοιβαίοι τοίχοι τόσο ανοιχτήκανε που η μια φαμελιά με την άλλη βλεπόντανε (Psichari) |
- έζησαν μάνα και κόρη σε μια κατάσταση αμοιβαίας αντοχής (Terzakis) |
- ο ~ αλληλοφωτισμός αποκαλύπτει αμοιβαία βάθη (Chatzinis) |
- ήταν μια αμοιβαία χαρά από την απροσδόκητη συνάντηση (id.) |
- η συμβίωση των ορθοδόξων και των μουσουλμάνων μέσα στον ίδιο χώρο επί αιώνες προκάλεσε αμοιβαίες ιδεολογικές επιδράσεις (Vacalop) |
- οι συμβαλλόμενοι έχουν αμοιβαία υποχρέωση να δώσουν πίσω τις παροχές που πήραν (Christidis AK) |
- με την πρόταση του συμψηφισμού οι αμοιβαίες απαιτήσεις σβήνουν αφότου συνυπήρξαν (id.) |
- poem η αρετή μας | είναι η αμοιβαία μας χρησιμότητα (Ritsos)
[fr K (pap; adv ἀμοιβαίως in PatrG) ἀμοιβαῖος ← AG]
- reciprocal, mutual, requited, retributive (syn ανταποδιδόμενος, αλληλο- in cpds, ant μονομερής):