Παράλληλη αναζήτηση
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- αμιαντοτσιμέντο το [amiandotsiméndo] Ο39 : οικοδομικό υλικό που γίνεται από τσιμέντο ή μπετόν και αμίαντο.
[λόγ. αμιαντο- + τσιμέντον]
[Λεξικό Γεωργακά]
- αμιαντοτσιμεντοσωλήνας [amiandotsimendosolínas] ο,
- pipe made of asbestos cement
[cpd of αμίαντο, τσιμέντο & σωλήνας]