Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: αμαξουργός
2 εγγραφές [1 - 2]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
αμαξουργός ο [amksurγós] Ο17 : αμαξοποιός.

[λόγ. άμαξ(α) + -ουργός]

[Λεξικό Γεωργακά]
αμαξουργός [amaksurγós] ο, (L)
  • coach builder, carriage maker, body maker (syn in αμαξάς 2)

[fr AG ἁμαξουργός]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες