Παράλληλη αναζήτηση
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- αλλαντοπώλης ο [alandopólis] Ο10 θηλ. αλλαντοπώλισσα [alandopólisa] Ο27 : αυτός που πουλάει αλλαντικά.
[λόγ. < αρχ. ἀλλαντοπώλης· λόγ. αλλαντοπώλ(ης) -ισσα]
[Λεξικό Γεωργακά]
- αλλαντοπώλης [alandopólis] ο,
- sausage seller:
- (ο χρησμός) λέει πως ο ταμπάκης (ο Κλέωνας) θα νικηθή από έναν που πουλάει λουκάνικα ...· ψάχνουν και βρίσκουν τον αλλαντοπώλη και ο αγώνας αρχίζει (Kakridis transl of Nilsson) |
- poem ω μακάριε | αλλαντοπώλη, φίλτατε, έλα, που είσαι | σωτήρας και της πόλης και δικός μας (Stavrou Ar)
[fr AG]
- sausage seller: