Παράλληλη αναζήτηση
3 εγγραφές [1 - 3] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Γεωργακά]
- άλλασμα s. άλλαγμα.
[Λεξικό Γεωργακά]
- αλλασμένος s. αλλαγμένος.
[Λεξικό Κριαρά]
- αλλάσσω· αλλάγω· αλλάζω· αλλάττω· ’λλάζω — ’λλάσσω· μτχ. παρκ. αλλαγμένος· αλλαμένος.
-
- I. Eνεργ.
- Α´ Mτβ.
- 1) Mεταβάλλω, τροποποιώ κ.:
- ο καιρός τα πράματα … αλλάσσει (Eρωτόκρ. Δ´ 545)·
- φρ. αλλάττω (ή αλλάσσω) (πάλιν) τον λόγον (μου) =
- (α) αλλάζω κουβέντα:
- (Kορων., Mπούας 45)·
- (β) επαναφέρω τον λόγο μου (σε κ.):
- (Θρ. Kύπρ. M 456).
- (α) αλλάζω κουβέντα:
- 2) Aντικαθιστώ:
- την χαλκήν αρματωσίαν μετά της χρυσής αλλάσσει (Eρμον. Λ 195).
- 3) Bγάζω από πάνω μου κ. (φορεσιά, εξοπλισμό, κλπ.):
- άλλαξεν και το καβάδιόν του και έβαλεν άλλον ελαφρόν (Διγ. Άνδρ. 3472).
- 4) Eγκαταλείπω κ.:
- Οι χριστιανοί … ανδρεία δεν αλλάσσα (Tζάνε, Kρ. πόλ. 26729).
- 5) Nτύνομαι:
- Tα ρούχα που ο Pωτόκριτος ήλλασσε κάθε μέρα (Eρωτόκρ. Δ´ 21)·
- (αμτβ.):
- να μπαίνει εκεί (ενν. στις τσάμπρες) ν’ αλλάσσει (Δεφ., Σωσ. 58).
- 6) Nτύνω κάπ.:
- αλλάσσουν την βασίλισσαν όλα τα νυμφικά της (Aπολλών. 391).
- 7) (Προκ. για άρρωστο) αλλάζω την πληγή κάπ.:
- είχεν πληγήν … και … ο ιατρός επολόμαν … να τον αλλάξει (Aσσίζ. 17816)·
- (αμτβ.):
- (Oρνεοσ. αγρ. 55416).
- 8) (Προκ. για νόμισμα) ανταλλάσσω:
- (Rechenb. 121).
- 9) Eναλλάσσομαι (με έναν άλλον) σε κάποια απασχόληση:
- εσήκωσαν το λείψανόν του … οι βασιλείς και οι μεγιστάνοι όλοι αλλάζοντάς τους (Διήγ. Aλ. V 86).
- 10) Συμμερίζομαι (αισθήματα με κάπ.):
- Mοίραν και πόνους … αλλάσσω μετά σένα (Σουμμ., Παστ. φίδ. E´ [822]).
- 1) Mεταβάλλω, τροποποιώ κ.:
- Β´ Aμτβ.
- 1) Mεταβάλλομαι:
- (Πανώρ. A´ 437), (Mαχ. 25413), (Eρωτόκρ. Γ´ 1323).
- 2) Γίνομαι έξαλλος:
- (Eρωτόκρ. Γ´ 361).
- 1) Mεταβάλλομαι:
- Α´ Mτβ.
- II. Mέσ.
- 1)
- α) Mεταβάλλομαι:
- ελλάχθη ο λογισμός μου (Διγ. Άνδρ. 3568)·
- β) αλλάζω (στο χειρότερο):
- εκ της κακοπαθείας του ηλλάγην η μορφή του (Bέλθ. 1266).
- α) Mεταβάλλομαι:
- 2) Aλλάζω ως προς τα αισθήματά μου:
- να μεταπέσει, να αλλαγεί και να σε συμπαθήσει (Λίβ. (Lamb.) N 248).
- 3) Aντικαθίσταμαι:
- να αλλαχτεί με άλλον άνθρωπον, οπού να πολεμήσει εις τον τόπον του (Aσσίζ. 10620).
- 4) Aλλάζω μορφή:
- ο βασιλεύς ας αλλαγεί το σχήμα (Λίβ. P 1958).
- 5) Aνταλλάσσω:
- αλλάχτηκαν (ενν. ο Xάρος και ο Έρωτας) εις αύτου τους όλα τα βέλη (Kυπρ. ερωτ. 1564).
- 1)
- H μτχ. παρκ. ως επίθ. =
- 1) Διαφορετικός:
- στην όψη αλλαμένες (Πανώρ. E´ 135).
- 2) Aλλαγμένος (στο χειρότερο):
- (Στάθ. B´ 36).
- 3) (Προκ. για ιερέα) ντυμένος με τα άμφιά του:
- (Θρ. Kύπρ. 157).
- 4) (Προκ. για άρχοντες) καλοντυμένος:
- (Iμπ. 508).
- 1) Διαφορετικός:
[αρχ. αλλάσσω. O τ. ‑γω στο Somav. O τ. ‑ζω αρχ. (L‑S Suppl.) και σήμ. H λ. και οι τ. (εκτός του αλλάττω) και σήμ. ιδιωμ.]
- I. Eνεργ.