Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: ακύρωση
2 εγγραφές [1 - 2]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
ακύρωση η [akírosi] Ο33 : η ενέργεια ή το αποτέλεσμα του ακυρώνω· κατάργηση ή αναίρεση της ισχύος: ~ δικαιοπραξίας / συμβολαίου / συμφωνίας / διαθήκης / εισιτηρίου / νόμου / διατάγματος. Πρώτη ενέργεια της δημοκρατικής κυβέρνησης ήταν η ~ όλων των δικτατορικών διαταγμάτων, κατάργηση. || για εισιτήριο κτλ. που παύει να ισχύει ύστερα από την είσοδό του σε ακυρωτικό μηχάνημα.

[λόγ. < ελνστ. ἀκύρω(σις) -ση]

[Λεξικό Γεωργακά]
ακύρωση [acírosi] η, (& rarely L ακύρωσις) ακύρωσης & ακυρώσεως, (L) law
  • setting aside, invalidation (of a legal action, of a decision, agreement, promise etc), cancellation, annulment, reversal (syn αναίρεση, ανάκληση, κατάργηση):
    • γραπτή ~ write-off |
    • έχει δικαίωμα να ζητήσει την ~ της δικαιοπραξίας (Christidis) |
    • ~ συμβολαίου cancelling of a contract |
    • ~ γάμου annulment of a marriage |
    • ο πατριάρχης υπογράφει την ~ του γάμου του Aρτοκλίνη (Romas) |
    • ~ διαθήκης invalidation of a will |
    • ~ συμφωνίας avoidance or frustration of an agreement |
    • ~ νόμου (διαταγής) rescission, repeal of a law (or an order) |
    • ~ εκλογών quashing of elections |
    • ~ της υπουργικής αποφάσεως |
    • χρειάζονταν συνταγματική πράξη για την ~ της επαναστατικής αποφάσεως (Evelpidis) |
    • οι Bούλγαροι είχαν εξασφαλίσει επί ποινή ακυρώσεως της συμμαχικής συμβάσεως την εύκολη δίοδο προς την Eλλάδα (Roussos)

[fr K ἀκύρωσις, der of ἀκυρῶ; cf ByzG ακυρωσία (7th c. AD)]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες