Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: ακατάπαυστος
3 εγγραφές [1 - 3]
[Λεξικό Κριαρά]
ακατάπαυστος, επίθ.
  • Που δεν παύει, αδιάλειπτος:
    • ακατάπαυστον οργήν (Kαλλίμ. 2129).

[μτγν. επίθ. ακατάπαυστος. H λ. και σήμ.]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
ακατάπαυστος -η -ο [akatápafstos] & ακατάπαυτος -η -ο [akatápaftos] Ε5 : που δεν καταπαύει, που δε σταματά· αδιάκοπος, ασταμάτητος: Aκατάπαυστη βροχή / κίνηση. H ακατάπαυστη ροή του χρόνου / πάλη του καλού και του κακού. || ακατάσχετος: Aκατάπαυστη αιμορραγία / φλυαρία. ακατάπαυστα & ακατάπαυτα ΕΠIΡΡ: Εργάζεται ~.

[λόγ. < ελνστ. ἀκατάπαυστος· αποβ. του [s] για προσαρμ. στη δημοτ. με απλοπ. του συμφ. συμπλ.]

[Λεξικό Γεωργακά]
ακατάπαυστος, -η, -ο [akatápafstos] (& ακατάπαυτος)
  • unrelenting, incessant, ceaseless, constant, continuing (syn in αδιάκοπος):
    • βροχή ακατάπαυστη (-αυτ- & -αυστ-) |
    • ακατάπαυστη φλυαρία |
    • ακατάπαυστη βοή, διέγερση, δράση |
    • ακατάπαυστη εργασία, πάλη |
    • (-αυτ-) |
    • ακατάπαυστη ροή του κόσμου (-αυτ- & -αυστ-) |
    • ακατάπαυστο πυρ, ακατάπαυστο ρεύμα |
    • ακατάπαυστη πνευματική ανησυχία |
    • ακατάπαυστη κούραση |
    • ~ αγώνας, ~ θόρυβος |
    • ακατάπαυστη ζωή |
    • η αιμορραγία εξακολουθεί ακατάπαυστη |
    • είδα ... φωτισμένη από μιάν ακατάπαυστη σπιθοβολή μια γυναίκα (Solom) |
    • μεταταύτα μία ακατάπαυστη βροντή έκανε τον αέρα να τρέμη πολλή ώρα (id.) |
    • δεν μας άφιναν τα κανόνια τ' ακατάπαυστα να μερεμετίσουμε τα τείχη (Makryg) |
    • μπορεί ... η ακατάπαυστη δουλειά να μ' αποκάμη (Psichari) |
    • ζούνε σ' έναν ακατάπαυστο πυρετό εργασίας (Theotokas) |
    • κρατά σε ακατάπαυστην αγωνία τους κυβερνήτες (id.) |
    • η ακατάπαυστη εξύψωση του βιοτικού επιπέδου των πολιτισμένων λαών (id.) |
    • το ανθρωπολογικό υλικό ... μαρτυράει για την ακατάπαυστη φυλετική ενότητα των Eλλήνων (Poulianos) |
    • poem ... πώς αντιβογγάω |
    • πάντα από τ' ακατάπαυστο πελέκημα του Kάη; (Palam) |
    • ... τι θέλη |
    • η ακατάπαυστη ζήλεια οπού με τρώη; (Markoras) |
    • η θάλασσα μυρίζει· |
    • μακρόφωνη, ακατάπαυστη, |
    • στις ξέρες της βοΐζει (Agras)

[fr MG ακατάπαυστος ← K; 2nd form like K ἄπαυτος, also ModG]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες