Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Γεωργακά]
- αινιγματώδης, -ης, -ες [eniγmató∂is] (L)
- similar to a riddle, riddling, obscure, abstruse, mysterious, enigmatic (syn in αινιγματικός 2):
- ~ άνθρωπος, αινιγματώδες βλέμμα |
- μα γιατί ήσαστε τόσο σκληρή και ~ τότε; (Karavias) |
- ίσως αινιγματώδη, αλλά αποκαλυπτικά είναι όσα γράφει ο Γεννάδιος (Vacalop)
[fr AG αἰνιγματώδης 'riddling, dark']
- similar to a riddle, riddling, obscure, abstruse, mysterious, enigmatic (syn in αινιγματικός 2):