Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: αινιγματώδης
1 εγγραφή
[Λεξικό Γεωργακά]
αινιγματώδης, -ης, -ες [eniγmató∂is] (L)
  • similar to a riddle, riddling, obscure, abstruse, mysterious, enigmatic (syn in αινιγματικός 2):
    • ~ άνθρωπος, αινιγματώδες βλέμμα |
    • μα γιατί ήσαστε τόσο σκληρή και ~ τότε; (Karavias) |
    • ίσως αινιγματώδη, αλλά αποκαλυπτικά είναι όσα γράφει ο Γεννάδιος (Vacalop)

[fr AG αἰνιγματώδης 'riddling, dark']

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες