Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Κριαρά]
- αιματεκχυσία η.
-
- Aιματοχυσία:
- (Ωροσκ. 392-3).
[μτγν. ουσ. αιματεκχυσία. T. (αι)ματοξυσία σήμ. ποντ. (Παπαδ.)]
- Aιματοχυσία:
Ένα εγχείρημα του Κέντρου Ελληνικής Γλώσσας για την υποστήριξη της ελληνικής γλώσσας στη διαχρονία της: αρχαία ελληνική, μεσαιωνική ελληνική, νέα ελληνική αλλά και στη συγχρονική της διάσταση.
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[μτγν. ουσ. αιματεκχυσία. T. (αι)ματοξυσία σήμ. ποντ. (Παπαδ.)]
© 2006 - 2008 Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας | Δικαίωμα Πνευματικής Ιδιοκτησίας | Όροι Χρήσης |