Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: αιλουροειδής
1 εγγραφή
[Λεξικό Γεωργακά]
αιλουροειδής, -ής, -ές [eluroi∂ís]
  • feline:
    • το κορίτσι με το αιλουροειδές κορμί γεμάτο δυνατά ελατήρια που λαστιχάριζαν (Myriv)

[der of αίλουρος 'cat, Felis domesticus w. suff -ειδής]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες