Παράλληλη αναζήτηση
5 εγγραφές [1 - 5] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- αιθρία η [eθría] Ο25 : (λόγ.) έλλειψη συννεφιάς. ΦΡ κεραυνός εν ~, για αναπάντεχο κακό.
[λόγ. < αρχ. αἰθρία]
[Λεξικό Γεωργακά]
- αιθρία [eθría] η, (L)
- ① cloudlessness or clarity of the atmosphere, of the sky (syn ευδία, ανέφελος or καθαρός ουρανός, ξαστεριά, ant ομίχλη, συννεφιά):
- χειμωνιάτικη ~ |
- ~ της αττικής υπαίθρου (Karouzou) |
- η ~ συνεχίστηκε στην επιστροφή της πομπής με τα ιερά (Roufos) |
- poem ~ γαλάζια. Aύρα δροσάτη (Panagiotop) |
- ... η ψυχή θα λούζεται στα παραδεισονέρια, | ψηλά σ' αιθρίες ατάραχες (Avgeris) |
- γεμάτη ήταν η μέρα με πράσινο κ' ~ (Boumi-Pappa) |
- ήσαν σαν μια ευλογία να σ' είχε στείλει | μαζί με την ~ της εξοχής (Lountemis)
- ② fig of spiritual life, brightness, serenity, calmness:
- μια τέτοια αδιατάρακτη ~ δεν συμβιβάζεται με τις κραυγές των τριών μεγάλων τραγικών (Papantoniou) |
- με ~ στην ψυχή γέρνει το κεφάλι στον ώμο του κοριτσιού (Palaiologos) |
- (στο χιούμορ του) πρόσθεσε την κατάλευκη ψυχική του ~, που είναι κατάσταση ψυχής πιο μόνιμη από μια διάθεση κεφιού (Karantonis) |
- αληθινός φιλόσοφος είναι εκείνος, που ... συγκεντρώνει (την ψυχή του) μέσα στην ~ του λόγου (Theodorakop) |
- poem τότε με την ~ του χαμογέλιου |... θα σηκώσης | τα νικηφόρα μάτια ν' ατενίσης σε νέα ζωή (Xydis)
[fr AG (also PatrG) αἰθρία]
- ① cloudlessness or clarity of the atmosphere, of the sky (syn ευδία, ανέφελος or καθαρός ουρανός, ξαστεριά, ant ομίχλη, συννεφιά):
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- αιθριάζω [eθriázo] Ρ2.1α (συνήθ. στο γ' πρόσ.) : (λόγ.) γίνομαι αίθριος. 1. (για καιρικές συνθήκες) για σύννεφα που απομακρύνονται: Aιθριάζει ο ουρανός. Aιθριάζει ο καιρός, ξανοίγει. 2. (μτφ.) γίνομαι ήσυχος: Aιθριάζει το πρόσωπο κάποιου. Aιθριάζει ο πολιτικός ορίζοντας / η πολιτική κατάσταση. || (λογοτ.): Aιθριάζει ο νους / η ψυχή κάποιου, ησυχάζει, γαληνεύει.
[λόγ.: 1: αρχ. αἰθριάζω· 2: ελνστ. σημ.]
[Λεξικό Γεωργακά]
- αιθριάζω [eθriázo]
- ① intr become cloudless or clear, clear up, get brighter, of weather (syn καθαρίζω, καλοσυνεύω, ξανοίγω, ξαστερώνω, ant συννεφιάζω):
- αιθριάζει (αιθρίασε) ο καιρός it has cleared up |
- αιθρίασε ο ουρανός (syn ξαστέρωσε) |
- poem είναι που αιθρίασεν ο ουρανός χήτη του Πήγασου, ξανθή | του Παρθενώνα μοίρα (Karyotakis)
- ⓐ metonym δεν μπορώ να κάμω να αιθριάση, να ξαστερώση ο συγνεφιασμένος ουρανός του είναι σου (Palam)
- ② fig brighten up, become calm and serene, improve considerably (syn αστράφτω, λάμπω, ηρεμώ):
- ο πολιτικός ορίζοντας (L ορίζων) αιθριάζει |
- αιθρίασε το πρόσωπό του, μόλις είδε το δέμα, χαμογέλασε σχεδόν (Xenop) |
- ανοίξιασε κ' η δική του καρδιά, αιθρίασε κι ο δικός του ο νους, καθώς τα 'ζησε (τα "Xελιδόνια" του) στίχο το στίχο (Panagiotop)
[fr αίθριος (καιρός) 'clear, bright'; cf AG (&PatrG) 'expose to the (clear) air']
- ① intr become cloudless or clear, clear up, get brighter, of weather (syn καθαρίζω, καλοσυνεύω, ξανοίγω, ξαστερώνω, ant συννεφιάζω):
[Λεξικό Γεωργακά]
- αιθρίασμα [eθríazma] το,
- improvement of the weather (syn ξαστέρωμα)
[cf ByzG αἰθρίασις]