Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: αθλιότητα
2 εγγραφές [1 - 2]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
αθλιότητα η [aθliótita] Ο28 : η ιδιότητα εκείνου που είναι άθλιος1. α. πολύ κακή κατάσταση: Οικονομική / κοινωνική / πνευματική / ηθική ~. H χώρα θα βυθιστεί στην ~, αν παραμελήσει την εκπαίδευση. || δυστυχία, ταλαιπωρία: Zει σε μεγάλη ~. β. (συνήθ. πληθ.) ανήθικη πράξη: Έκανε πολλές αθλιότητες για να πλουτίσει.

[λόγ. < αρχ. ἀθλιότης, αιτ. -ητα]

[Λεξικό Γεωργακά]
αθλιότητα [aθliótita] η, (& L αθλιότης)
  • misery, wretchedness, destitution, degradation (syn ελεεινή κατάσταση, ελεεινότητα, δυστυχία):
    • οι επιπολαιότητες και οι αθλιότητες της καθημερινής ζωής |
    • κοινωνικές αθλιότητες |
    • φαινόμενα κοινωνικής αθλιότητας |
    • ηθική ~ |
    • οικονομική ~ |
    • εκπαιδευτική ~ |
    • ο έρως μάς απομακρύνει από τις ανθρώπινες αθλιότητες |
    • να γράψουνε στο σουλτάνο τη δυστυχία και την ~ των ραγιάδων του Mοριά (Melas) |
    • ορθώνεται κατά της αθλιότητας των ελληνικών πραγματικοτήτων (Theotokas) |
    • καμιά φτωχή χώρα δεν μπορεί ... να παραμελήση τη μόρφωση των παιδιών της, γιατί τότε θα βυθιστή στην ~ και στη βαρβαρότητα (Papanoutsos) |
    • εκεί θα τελειώσουν οι αθλιότητές μας (Ouranis)

[fr AG ἀθλιότης]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες