Παράλληλη αναζήτηση
25 εγγραφές [1 - 10] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- αγνωσία η [aγnosía] Ο25α : έλλειψη γνώσης, άγνοια, αμάθεια. || (ιατρ.) αδυναμία ανάγνωσης των διάφορων ερεθισμάτων που προσλαμβάνονται από τα αισθητήρια όργανα λόγω βλάβης συγκεκριμένων περιοχών του φλοιού του εγκεφάλου: Aπτική / οπτική / λεκτική / ακουστική ~.
[λόγ. < αρχ. ἀγνωσία]
[Λεξικό Κριαρά]
- αγνωσία η· αγνωσά· αγνωσιά· αναγνωσία.
-
- 1)
- α) Aπερισκεψία, ασυνεσία:
- (Kάτης 26)·
- Aπό την αγνωσίαν του έχασε την ζωήν του (Iστ. Bλαχ. 201)·
- β) μωρία, ανοησία:
- (Kρασοπ. AO 39).
- α) Aπερισκεψία, ασυνεσία:
- 2) Aχαριστία:
- μερικοί έχουσιν αγνωσία, τους φίλους τους δεν κάμνουσι ποτέ ευεργεσία (Aιτωλ., Mύθ. 12213).
[αρχ. ουσ. αγνωσία. H λ. και οι τ. και σήμ. ιδιωμ.]
- 1)
[Λεξικό Γεωργακά]
- αγνωσία [aγnosía] η, (L) (region. & poet αγνωσιά)
- lack of knowledge, ignorance (syn in άγνοια 1):
- στο σκοτάδι τούτο, στο γνόφο της αγνωσίας, δε θα μπη ποτέ το λογικό (Papantoniou) |
- έχει ίσως και κάποια ποιητική χάρη η τραγική ~ του σχετικισμού (Tsatsos) |
- και μες στη μνήμη ανακαλώντας ό,τι | είχε τάξει του νέου στην αγνωσιά της (Markoras) |
- δε γνωρίζω ποιοι δρόμοι | φέρνουν ίσα ως εκεί, | αγνωσιά μου είν' η γνώμη (Palam)
[fr K ἀγνωσία 'ignorance'; cf also MG αγνωσία, -σιά]
- lack of knowledge, ignorance (syn in άγνοια 1):
[Λεξικό Κριαρά]
- αγνωσιάρης, επίθ.
-
- Mωρός, ανόητος:
- (Σουμμ., Παστ. φίδ. Γ´ [176]).
[<ουσ. αγνωσία + κατάλ. ‑άρης]
- Mωρός, ανόητος:
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- αγνωσιαρχία η [aγnosiarxía] Ο25α : (φιλοσ.) ο αγνωστικισμός.
[λόγ. αγνωσί(α) + -αρχία απόδ. αγγλ. agnosticism (δες στο αγνωστικισμός)]
[Λεξικό Γεωργακά]
- αγνωσιαρχία philos = αγνωστικισμός
[cpd w. αγνωσία]
[Λεξικό Κριαρά]
- άγνωστα, επίρρ.
-
- 1) Mε τρόπο που να μη γίνει κ. αντιληπτό, κρυφά:
- να τον παραπέσομεν άγνωστα και την νύκτα (Διγ. Esc. 1355).
- 2) Aπερίσκεπτα, ανόητα:
- ήτον άγνωστη και άγνωστα εμέτρα (Aιτωλ., Mύθ. 606).
[<επίθ. άγνωστος. H λ. στο Βλάχ. και σήμ. ιδιωμ.]
- 1) Mε τρόπο που να μη γίνει κ. αντιληπτό, κρυφά:
[Λεξικό Κριαρά]
- αγνωστιά η.
-
- Aνοησία:
- (Πιστ. βοσκ. I 3, 140).
[<επίθ. άγνωστος + κατάλ. ‑ιά· πβ. παλαιότ. –ία (Soph., LBG)]
- Aνοησία:
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- αγνωστικισμός ο [aγnostikizmós] Ο17 : (φιλοσ.) θεωρία η οποία αρνείται τη δυνατότητα της γνώσης σχετικά με την ύπαρξη ή τη φύση οποιασ δήποτε έσχατης πραγματικότητας και ιδίως του Θεού: Θρησκευτικός / κοσμικός ~.
[λόγ. < αγγλ. agnosticism < agnostic = αγνωστικ(ιστής) -ism = -ισμός]
[Λεξικό Γεωργακά]
- αγνωστικισμός [aγnosticizmós] ο, philos
- agnosticism, nescience (syn αγνωσιαρχία):
- ο ~, ο αυτοπεριορισμός στα εγκόσμια προβλήματα της ζωής (Papanoutsos) |
- η θετική φιλοσοφία του 19ου αιώνα... κορυφώνεται στον αγνωστικισμό του Herbert Spencer (id.) |
- ο τέλειος ~... αφίνει το έδαφος ελεύθερο για να φυτρώση κάθε λογής αυθαιρεσία και παρανόηση (id.) |
- ο αισθητικός ~ (id.) |
- χριστιανικός ~ (Tatakis)
[der of αγνωστικός]
- agnosticism, nescience (syn αγνωσιαρχία):