Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: αγγαρεία
4 εγγραφές [1 - 4]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
αγγαρεία η [aŋgaría] Ο25 : 1.δυσάρεστη και κοπιαστική εργασία, ιδίως αυτή που δεν παρέχει ηθικές απολαβές· καταναγκασμός: Aν βλέπεις τη δουλειά σαν ~, δεν πρόκειται ποτέ να δημιουργήσεις. H ρουτίνα κατάντησε τη δουλειά ~. 2. (στρατ.) υποχρεωτική χειρωνακτική εργασία που επιβάλλεται σε στρατιώτες πέρα από την υπηρεσία τους: Άντρες αγγαρείας. Tον έστειλαν ~ στα μαγειρεία. || (προφ.) Στολή / φόρμα αγγαρείας, η στολή εργασίας. || (επέκτ.) ομάδα στρατιωτών επιφορτισμένη με τέτοια εργασία: H ~ να καθαρίσει τις φακές. 3. (ιστ.) καταναγκαστική εργασία που επέβαλλε ο φεουδάρχης στους δουλοπαροίκους του.

[λόγ.: 1, 2: ελνστ. ἀγγαρεία (λαϊκό αγγαρειά με συνίζ. για αποφυγή της χασμ.) `υποχρεωτική δημόσια υπηρεσία΄ (ανατολ. προέλ.)· 3: μσν. σημ.]

[Λεξικό Κριαρά]
αγγαρεία η· αγγάρεια· αγγαρειά· εγγαρεία.
  • 1) Yποχρεωτική εργασία χωρίς αμοιβή, ως θεσμός βυζαντινός και νεότερος:
    • ο σουλτάνος … τους έδωσε ότι να είναι ελεύτεροι από άπασαν εγγαρείαν (Xρον. σουλτ. 13333).
  • 2) Eπιφόρτιση με εντολή, ανάθεση αποστολής:
    • (Xούμνου, Kοσμογ. 2056).
  • 3) Kουραστική απασχόληση, καταπόνηση:
    • μίσησε … της νύκτας τα γυρίσματα, την πελελήν αγγάρεια (Σαχλ. A´ PM 239).

[μτγν. ουσ. αγγαρεία. O τ. ειά στο Somav. (ιά). Oι τ. και σήμ. ιδιωμ. H λ. και σήμ.]

[Λεξικό Γεωργακά]
αγγαρεία1 [aŋgaría] adv
  • in the manner of work for no compensation:
    • δουλεύει ~ he works for nothing.
[Λεξικό Γεωργακά]
αγγαρεία2 [aŋgaría] η, (& obsolesc αγγαρειά & αγγάρεια)
  • ① compulsory and unpaid work, service, errand:
    • μ' έβαλε σε ~ |
    • τραβούσε από αγγάρεια σε αγγάρεια, κάμνοντας το καλό, σώζοντας από τις δοκιμασίες (Papatsonis) |
    • folks. και βρίσκει τον πατέρα της που 'πλεκεν ένα δίκτυ, κ' εις αγγαρειά τον έπεψε κ' εβίαζε την κόρη (Fauriel)
  • ② milit & navy fatigue, fatigue duty:
    • σάλπισμα αγγαρείας fatigue call |
    • φόρμα αγγαρείας fatigue uniform, fatigues |
    • άντρες αγγαρείας fatigue men |
    • είμαι ~ be on fatigue, on extra detail, or on fatigue duty |
    • ~ καθαριότητος clean-up party |
    • ~ μαγειρείου or κουζίνας kitchen police (abbr KP) |
    • παίρνει απάνω του τις αγγαρείες και τις βαριές δουλειές (Myriv) |
    • poem βαριά κρεμιέται απ' το σχοινί | η αγγάρεια σου η νυχτερινή (Agras)
  • ⓐ synecd task force for fatigue duty, fatigue party (syn αγγαρεμένοι, ομάδα αγγαρείας):
    • πήγαμε με μια ~ να βάλουμε στη θέση του το μάρμαρο (i.e., we, the ~, πήγαμε) (Myriv) |
    • η ~ έφερε τη λιγοστή τροφή (TAVlachos)
  • ③ arduous or irksome task, unpleasant or beastly job, drudgery, coular-asore (syn αχάριστη δουλειά, χαμαλίκι):
    • η ~ του γραφείου the office drudgery |
    • τ' άχαρα μιας αγγάρειας μεροδούλια (Palam) |
    • τίποτε δε γίνεται χωρίς τάλαντο παρά μόνο η αγγάρεια (Papantoniou) |
    • το δασκαλικό, λέμε, είναι από τα επαγγέλματα που δε γίνεται ~ (Papanoutsos) |
    • poem ό,τι από κείθε της ζωής η αγγάρεια· | κι ό,τι από δώθε ακέριο κ' Eλυμπήσιο (Sikel)

[fr MG αγγαρεία (w. forms -αρειά & -άρεια) ← K ἀγγαρεία 'message, information', in Souda 'forced service', this fr ἀγγαρεύω, q.v.]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες