Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: αγγίξιμο
1 εγγραφή
[Λεξικό Γεωργακά]
αγγίξιμο [aŋɟíksimo] το, (& γγίξιμο)
  • ① touching upon, touch (syn άγγιαγμα, άγγιγμα):
    • με το παραμικρό ~ πήγει τις φωνές |
    • poem η ζωή μου κουλουριαστό σκουλήκι | κ' ενός ήσκιου το γγίξιμο το τρέμει (Palam)
  • ② annoyance, hurt (syn ενόχληση, πείραγμα; cf άγγιγμα 2c):
    • ο λόγος του είναι γγίξιμο.
< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες