Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Γεωργακά]
- αγγίξιμο [aŋɟíksimo] το, (& γγίξιμο)
- ① touching upon, touch (syn άγγιαγμα, άγγιγμα):
- με το παραμικρό ~ πήγει τις φωνές |
- poem η ζωή μου κουλουριαστό σκουλήκι | κ' ενός ήσκιου το γγίξιμο το τρέμει (Palam)
- ② annoyance, hurt (syn ενόχληση, πείραγμα; cf άγγιγμα 2c):
- ο λόγος του είναι γγίξιμο.
- ① touching upon, touch (syn άγγιαγμα, άγγιγμα):