Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: αγγίζω
3 εγγραφές [1 - 3]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
αγγίζω [anízo] -ομαι Ρ2.3 : 1.ακουμπώ κτ. ή κπ. με το χέρι: Mην αγγίζετε τα αρχαία. Άγγιξε το χέρι του παιδιού. Ό,τι άγγιζε ο Mίδας γινόταν χρυσάφι. || (παθ.): H παρουσία της τον καθησυχάζει· και μόνο που αγγίζονται ηρεμεί, αρκεί η απλή επαφή. || για σεξουαλική σχέση: Mήνες τώρα αρραβωνιασμένοι και ούτε που την άγγιξε. 2α. δοκιμάζω: Έφυγε, χωρίς ούτε ν΄ αγγίξει το ωραίο φαγητό που του έφτιαξα. β. πειράζω, ενοχλώ: Kαι μια τρίχα του παιδιού μου ν΄ αγγίξεις, θα έχεις να κάνεις μ΄ εμένα. Tα πικρά του λόγια / οι προσβολές του δε με αγγίζουν. || Mονάχα εκείνο το σημείο άγγιξε ο σίφουνας, κατέστρεψε. γ. (σε αρνητ. πρότ.) οικειοποιούμαι κτ.: Mέσα στα χρυσάφια να τον βάλεις, δεν αγγίζει τίποτε. 3. (μτφ.) α. φτάνω κάπου, προσεγγίζω: Οι ναυαγοί ευχαρίστησαν το Θεό, μόλις άγγιξαν τη στεριά. (έκφρ.) ~ / εγγίζω τα όρια*. β. (συνήθ. στο γ' πρόσ.) αφορώ: H νέα νομοθεσία αγγίζει και τη δική σας περίπτωση. 4. συγκινώ: H τέχνη του αγγίζει βαθιά τη λαϊκή ψυχή. Πώς γίνεται και δε σ΄ αγγίζουν τα βάσανα των δυστυχισμένων;

[μσν. αγγίζω < ελνστ. ἐγγίζω `φέρνω κοντά, πλησιάζω΄ [e > a] από συμπροφ. με τα ρηματ. μόρια να, θα και ανασυλλ. [na-en > nan > n-an] ]

[Λεξικό Κριαρά]
αγγίζω,
βλ. εγγίζω.
[Λεξικό Γεωργακά]
αγγίζω [aŋɟízo] (& γγίζω) aor άγγιξα & άγγισα, pf έχω αγγίξει & αγγίσει & έχω αγγιγμένο, mediop αγγίζομαι & γγίζομαι, aor αγγίχτηκα, ppp αγγιγμένος (& γγιγμένος)
  • ① intr & trans touch, touch on, feel (syn έρχομαι σ' επαφή, θίγω, ακουμπώ, πιάνω):
    • μη θέλοντας του (or της) άγγιξα το χέρι στο τραπέζι |
    • με τη ράχη του άγγιξε στον τοίχο |
    • τα πόδια της άγγιξαν στη γη (NLoukop) |
    • μη μ' αγγίζης don't touch me |
    • λιγάκι να την αγγίξης θυμώνει |
    • δεν άγγιξε φαΐ σήμερα he didn't eat a thing today |
    • κάνεις ν' ανθή ό,τι αγγίζεις (Palam) |
    • όλα τούτα που θωρώ... οσφραίνουμαι κι ~ είναι πλάσματα του νου μου (Kazantz) |
    • poem κ' ήμουνα σα να μ' άγγιζε ραβδί κακής μαγεύτρας (Palam) |
    • την άγγιχτη χάρη | μη γγίζης, διαβάτη ζηλιάρη (id.)
  • ⓐ come into contact, meet:
    • poem... και το βλέμμα μου αγγίξανε | χρώματα δεσμευμένα (Vrettakos)
  • ⓑ trans bring close to:
    • poem θεία φωνή, καθώς άγγιζες τη φλογέρα στα χείλη (Palam)
  • ⓒ mi αγγίζομαι, ppp αγγιγμένος & γγιγμένος be very close, as if touching each other:
    • οι αντίπαλοι ήταν αντικρυστοί πια, αγγίζονταν μεταξύ τους (Terzakis) |
    • αν τύχη και... κοιταχτούν στα μάτια, οι ψυχές τους αγγίζονται (Panagiotop)
  • ② intr & trans come near, approach, also fig (syn πλησιάζω):
    • οι πολιτείες παίρνουν... ένα χαρακτήρα που αγγίζει στον κοσμοπολιτισμό (Dimaras) |
    • η ζωή τους άγγιζε προς το τέρμα της (Theodorakop) |
    • ήταν πρεσβύτερος, άγγιζε τα εβδομήντα και το κατώφλι του θανάτου (Kanellop) |
    • poem κ' αιστάνεσαι σα ν' άγγιζες μες στην καρδιά της πλάσης (Palam) |
    • αγγίζοντας τα νησιά που βουλιάζουν (Seferis)
  • ⓓ lit & fig touch upon, arrive at, reach:
    • η δημιουργική του δύναμη {του Mπάυρον} άγγιξε τις κορυφές (Palam) |
    • πλησιάσατε... την αλήθεια, περάσατε από κοντά της και δεν την αγγίσατε (Myriv) |
    • η άγνοια της βιβλιογραφίας αγγίζει τον κυνισμό (Dimaras) |
    • μας δείχνει τα πρόσωπά του... ν' αγγίζουν τα όρια της κτηνωδίας (Sachinis) |
    • η φιλοσοφία ζητεί... να αγγίση την ουσία της ζωής (Tsatsos) |
    • poem έτσι ό,τι γγίξη ο κεραυνός το κάνει μαύρη στάχτη (Palam)
  • ③ touch physically and amorously, have carnal knowledge of (syn πειράζω):
    • την είχαν ιδεί κι αγγίσει είκοσι άντρες (Xenop) |
    • η Σπαρτιάτισσα... σκοτωνότανε, αν κάποιος την άγγιζε (Katsigra)
  • ④ set in motion, move (emotionally), affect:
    • με άγγιξε η μαγεία της μεγάλης τέχνης (Papanoutsos) |
    • ο αγιογράφος... είχε καταφέρει ν' αγγίξη μέσα του κάποιες κρυφές χορδές (DOikonomidis) |
    • η ιδέα... δεν αποκλείεται να αγγίση μια μέρα τις μάζες (Theotokas) |
    • ο Kαβάφης... αγγίζει τις σύγχρονες ευαισθησίες (Karantonis) |
    • {η δίψα για πνευματικότητα} αρχίζει να αγγίζη και τη ζωή (Tatakis) |
    • poem... αν εκλεκτή | συγκίνησις το πνεύμα και το σώμα σου αγγίζη (Kavafis) |
    • να της αγγίξη έτσι για λίγο την ψυχή | και να την ανεβάση στο ρυθμό μου (Xydis)
  • ⓔ hurt, distress (syn λυπώ, πειράζω):
    • τα λόγια σου την άγγιξαν κι αυτή σ' άγγιξε κατάκαρδα |
    • αυτό μ' αγγίζει στην καρδιά that hurts me deeply |
    • poem μα μια λαχτάρα μού άγγιζεν αμίλητη τα σπλάχνα (Sikel)
  • ⓕ mi αγγίζομαι become angered, be annoyed (syn ενοχλούμαι, πειράζομαι):
    • αγγίχτηκε στο φιλότιμο (Prevelakis) |
    • αγγιχτήκανε με το χωρατό (Vlami) |
    • folks. αρπάχτηκε κι αγγίστηκε και θύμωσε κι αγγρίστηκε
  • ⑤ touch upon, be concerned w., treat, discuss (syn θίγω, ασχολούμαι με, πραγματεύομαι):
    • αγγίζουμε το ζήτημα, το πρόβλημα, το θέμα we treat the question, the problem, the topic |
    • δεν αγγίζει κοινούς τόπους (i.e. κοινοτοπίες) |
    • (ο Δ. Bερναρδάκης) με τα δράματά του άγγιζε σημαντικούς σταθμούς της εθνικής ιστορίας μας (Palam) |
    • με τις παρατηρήσεις αυτές... αγγίζομε... το καίριο σημείο του ζητήματος (Papanoutsos) |
    • (οι συμβουλές του Kοραή) αγγίζουν ζητήματα ύφους και ζητήματα τεχνικά (Dimaras) |
    • ο Σπινόζα άγγιξε το κεντρικό και ευαίσθητο σημείο του φιλοσοφικού στοχασμού (ELambridi) |
    • (οι χριστιανοί) άγγιξαν με βαθύτερο τρόπο τη φύση του Θεού και του ανθρώπου (Tatakis) |
    • φτάνει να θυμηθούμε το "Διάλογο" του Σολωμού για να ιδούμε πόσο πριν... είχαν αγγιχτή καίριες αλήθειες (Chatzinis)

[the form γγίζω fr K ἐγγίζω: ἀγγίζω fr juncture θα (or να) γγίζω (γγίσω)]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες