Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: αγέραστος
2 εγγραφές [1 - 2]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
αγέραστος -η -ο [ajérastos] Ε5 : που δε γερνάει ποτέ, που φαίνεται πάντα νέος· ακμαίος, θαλερός: ~ άνθρωπος. Aγέραστη νιότη, αιώνια. || (μτφ.): Οι αγέραστες κωμωδίες του βωβού κινηματογράφου.

[α- 1 γερασ- (γεράζω) -τος]

[Λεξικό Γεωργακά]
αγέραστος, -η, -ο [ayérastos] (& αγήραστος)
  • ① not growing old, appearing ever young (near-syn ακμαίος, θαλερός):
    • ~ άνθρωπος |
    • αγέραστη γυναίκα |
    • αγέραστο πρόσωπο |
    • αγέραστη ψυχή |
    • τα μάτια της έλαμπαν... αγέραστα (Kazantz) |
    • κατακάθισε στις πέτρες του η πατίνα του καιρού και τις χρύσωνε η παλιοσύνη του η αγέραστη (Myriv) |
    • ο καινούργιος Eυρωπαίος να στραφή προς τον αγέραστο πρεσβύτη, προς τον αρχαίο ελληνικό πολιτισμό (Papanoutsos)
  • ② fig ageless, eternal (syn αιώνιος):
    • αγέραστη νιότη |
    • αγέραστη ταινία ageless film |
    • αγέραστη ψυχή |
    • αγέραστη ομορφιά, αγέραστο κάλλος, αγέραστα κάλλη |
    • μας δείχνεται σα μια της Mήλου αγέραστη Aφροδίτη (Palam) |
    • αγέραστα διδάγματα |
    • το αιώνιο και αγέραστο παράδειγμα της αλήθειας, της ομορφιάς και της δικαιοσύνης (Theodorakop) |
    • poem είναι | μια Eλλάδα αγέραστη το ξόανο τ' άθλιο το σωμένο (Palam) |
    • Όμηρε ωραίε κι αγέραστε, σαν κορφοβούνι θείο (Skipis) |
    • ω πνεύμα ελληνικό κι αγέραστο (id.) |
    • στου Παρνασσού του αγέραστου τις ράχες (Xydis)

[fr K *ἀγήραστος beside K ἀγήρατος]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες