Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Γεωργακά]
- αηδονόστομος, -η, -ο [aj∂onóstomos]
- ① having the voice of a nightingale, sweet-voiced, melodious (syn in αηδονόλαλος):
- poem πουλάκι μου αηδονόστομο, πού κρύβεις το σκοπό, | οπού μ' αυτόν την άνοιξη συ πρώτο εδιαλαλούσες; (Malakasis)
- ② eloquent (syn L ευφραδής):
- ψυχούλες μου, αφέντρες μου αηδονόστομες (Xenop)
- ⓐ euphem talkative, babbling (syn in αηδονόλαλος 2)
[cpd w. στόμα]
- ① having the voice of a nightingale, sweet-voiced, melodious (syn in αηδονόλαλος):